Ωδή εις μιξοκάλβειους στροφάς
ΣΤΙΧΟΙ Ωδή εις μιξοκάλβειους στροφάς
Όπως ο ναύτης, μετά πολλάς Ιθάκας και ναυάγια, φθάνει εις την όχθην όπου προσμένει κρονόληρος πατήρ και κατεβαίνει
μαζί του εις τον υπόγειον τάφον να προσκυνήσει κάρας προγόνων· έτσι στρέφω τα νώτα στην φθινοπωρινήν ισημερίαν.
Ο πείσμων γέρων με τας δασώδεις οφρύς και το αργυρούν ρεύμα του πώγωνος, άχυμος, παγερός, τυφλός τον νουν και τα όμματα, κυφός εμπρός μου,
με σύρει εν μέσω αρπακτικών τρωκτικών με βλέμμα πολιτευομένου παμπόνηρον και την ουράν σαν τριπιτσόνι.
Φεύγει το ριγηλόν πέλαγος ωσάν το κυανούν πτερούγισμα της Αλκυόνος, και του παρθένου κύματος η συνουσία
φεύγει, ανελήφθη, καθώς κύπτω τον θλιβερόν αυχένα μου στο σκοτεινόν ανώφλι με μαύρας σκέψεις.
Τι μ’ απομένει; Πού θέλω ευρείν παρηγορητικόν ελιξίριον; Συ το κατέχεις, πάροικε του ευγενούς Κολωνακίου!
Πτωχός ο βίος, πορνικός ωσάν το κεκμηκός γύναιον της Τρανσυλβανίας πάλλει μπλε βλεφαρίδας·
χασμάται και ονειρεύεται εν εγρηγόρσει πράξεις πανούργους και μιαράς και ψυχοφθόρους.
Δε με τρομάζει, μήτε θέλω δειλιάσειν, αφ’ ού ΣΥ μένεις στην ταράτσαν σου πιστός εις τ’ άστρα!
Άγε, λοιπόν, άδραξον την Λύραν και τον Στέφανον, Φίλε, και δώσε με λέξεις εσταυρωμένας!