Η άνοιξη και το παλληκαρι της Ηπείρου 3
ΣΤΙΧΟΙ Η άνοιξη και το παλληκαρι της Ηπείρου 3
Παλληκάρι πικραμένο,
Δὲν ἠξέρεις πῶς ἐγὼ
Τὴν ἐλπίδα παρασταίνω
Εἰς τὸν ἄχαρο θνητό;
Εἶχα τ’ ἄνθια μου σκορπίσει
Εἰς τὸ πρόσωπο τῆς γῆς,
Πρὶν τὸ μνῆμα παραιτήσῃ
Τοῦ Θανάτου ὁ Νικητής.
Ἀπ’ τὸ μόσχο μαγεμένοι,
Ἀναπνέοντας, οἱ Πιστοὶ,
Πρὶν ἡ Ἀνάσταση νὰ γένῃ
Τὴν ἀκούανε `ς τὴν ψυχή.
Τὴν ἀκούσανε μία `μέρα
Τῶν Ἑλλήνων τὰ παιδιά,
Μόλις εἶδαν `ς τὸν αἰθέρα
Τὴν ὡραία μου ξαστεριά·
Μόλις ἐδιωξε τ’ ἀέρι
Κάθε σκότος ἀπ’ αὐτοῦ,
Γιὰ νὰ γράψῃ οὐράνιο χέρι·
«Εἰκοσπέντε τοῦ Μαρτιοῦ!»
Κάθε μαύρη σου φροντίδα
Σκόρπια `γλήγορα θὰ ἰδῇς;
Δέξου ἐμὲ `σὰν τὴν Ἐλπίδα
‘Στὸν αἰθέρα τῆς ψυχῆς.
Κάμε, ναὶ, τ’ ἁγνά μου κάλλη
Ἀναβάθρα μὲς τὸ νοῦ,
Καὶ θὰ ἰδῇς ποῦ θὰ σὲ βγάλῃ
Ὡς τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ `πάνου χαραγμένη
Εἶν’ ἡ `μέρα κ’ ἠ στιγμὴ,
‘Ποῦ ἡ καρδιά σου περιμένει
Μὲ λαχτάρα δυνατή.
Ὅσα λέω δὲν εἶναι πλάνη·
Ἔχε θάῤῥος! καὶ γιὰ σὲ
Θέλει πλέξω ἕνα στεφάνι
Ὡς δὲν το `πλεξα ποτέ.