Και τα αστέρια έλαμπαν Vι
ΣΤΙΧΟΙ Και τα αστέρια έλαμπαν Vι
Ο υδατοφράχτης,
αχ ο υδατοφράχτης, χτενίζοντας την υδατόπτωση,
σαν τα ωραία άσπρα μαλλιά μιας πριγκίπισσας.
Στην δεξαμενή οξείδωσης σκέφτεται τα ψάρια,
πόσο παράξενα παίρνουν το χρειαζούμενο οξυγόνο απ’ το νερό,
και μετά όταν γίνεται κενό –
γιατί, πουφ! Και κατάλαβες ότι το παρελθόν
υπέφερε από το γόνα της υπηρέτριας,
κι’ όταν ήρθε το παρόν,
για ποιο λόγο κανείς δε θα `βγαινε να μιλήσει
και απλά εισχώρησε μέσα, με κατοικίδια…
Για μεσοπρόθεσμα είχα σκεφτεί ριγωτές κάλτσες
και ένα στιλ γενιού σαν καταχνιά,
πού το βλέπεις μόνο σε κάτι αρχαίες ηλιακές θεότητες
πού περπατούσαν απορροφημένες στους αγρούς,
καθώς τα παιδιά γκρίνιαζαν
και οι ζαφορές ξερνούσαν την απίστευτη λέξη.
Εντάξει, είναι σαφώς η περίπτωση μας.
Μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτή
αλλά όχι απλά να την παρατήσουμε.
Θα αποθάνει όντας παραγεμισμένη με πράγματα
σαν μια κάνη στουπωμένη με φύλλα.
Κι όμως αργά ή γρήγορα, ξέρεις,
βυθιζόμαστε μέσα της
και εμφανίζονται στικτοί λειμώνες
και πατατούκες.
Η στέρνα πράγματι χτίστηκε από τους εργάτες
όσο έλειπες.
Είναι έτοιμη και χωρητική.
Κι έτσι πολλοί φυτοκόμοι βαυκαλίζονται,
ντοπαρισμένοι με την ανθεκτικότητα
της νεραγκούλας, της γλαδιόλας.
Ωστόσο, μας ζήτησε να τον αφήσουμε
μόνο, τη νύχτα, ήθελε να σκεφτεί ή κάτι τέτοιο,
για τον έρωτα ή κάτι τέτοιο, κάτι πού τον έφτιαχνε.
Μόνο αργότερα όταν γυρίσαμε να λουφάξουμε
στην φιλία του, αυτά τα θαλασσιά μάτια μας κατέπληξαν:
έξω εκεί πάνω από πεδιάδες, τέτοιο doo-wop άνεμο,
πού νόμιζες ότι δε θα έκανε τίποτα σε «γιορταστικό» γι’ αυτόν.
Αλλά απλώς έσβησε τους αριθμούς, η αυγή εξαφάνισε
τα δαχτυλικά αποτυπώματα, και γιατί είμαι μαζί σου
και μ’ αυτά εδώ τα ξωτικά, κανείς δεν μπορεί να νοήσει:
ούτε η προ-θεία Ζοζεφίν ή ο νεκροθάφτης γκόμενος της,
ούτε οι κλέφτες του πίνακα «School of Night’.
Και κουνήσαμε, εγώ και συ, κάνοντας να πιάσει νερά η βάρκα.
Παράξενο, πως μερικά ντεσιμπέλ
μπορούν να σού φτιάξουν τη μέρα.