Άρδανα Ι Ι
ΣΤΙΧΟΙ Άρδανα Ι Ι
Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
– Μιλάτε Αγγλικά;
– Καταλαβαίνω.
– Αυτό είναι το σπίτι μου;
– Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου – τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;-εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: “Χάθηκε ο στρατός μας!” Τίποτα πιά, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα. στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα `βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου – ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
– Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
– Δεν ήτανε δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου `πεν η Τουρκάλα: “Ναι, αυτό είναι”.
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
– Μιλάτε Αγγλικά;
– Καταλαβαίνω.
– Αυτό είναι το σπίτι μου;
– Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου – τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;-εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: “Χάθηκε ο στρατός μας!” Τίποτα πιά, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα. στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα `βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου – ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
– Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
– Δεν ήτανε δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου `πεν η Τουρκάλα: “Ναι, αυτό είναι”.
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Στίχοι για το τραγούδι Άρδανα Ι Ι του έτους σε στίχους Κυριάκος Χαραλαμπίδης και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .