Ένα ματσάκι ωχρότητα – 1998
ΣΤΙΧΟΙ Ένα ματσάκι ωχρότητα – 1998
Για καλή μου τύχη
πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί.
Παλαιά σχέση ψυχραμένη.
Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων
πού διαλύονται.
Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι.
Στεκόμαστε στις βιτρίνες μου.
Είναι αλλαγή της εποχής μου.
Θα φορεθώ πολύ. Κανένα σχέδιο. Ίσια γραμμή.
Λαιμόκοψη. Κεφάλι να σκεπάζει το γόνατο.
Χέρια ντραπαρισμένα στο στήθος χαλαρά.
Ανεξίτηλα χρώματα εισαγωγής. Από μέσα.
Ψηλά είναι κατακόκκινο το βράδυ.
Αιματοχυσία εμφυλίου στερεώματος.
Τα κίτρινα χρυσάνθεμα υπαίθριου ανθοπώλη
σε διπλή τιμή με πικραίνουν
-ένα ματσάκι ωχρότητά σου.
Είμαι στα ίχνη μιας βροχής.
Περίεργης. Σα να έβρεχε είναι. Άλλοτε.
Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα
σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.
Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού
η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου
και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά
γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.
Απόρρητα βρέχει.
Σα να `ναι εμπιστευτικό το φανερό.
Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μάς
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράζεις μας-
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν. Από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.
Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα να `ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει- απ’ τη νεότητα
των άλλων.
Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μάς το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.