Ήττα
ΣΤΙΧΟΙ Ήττα
Σε τι σε ωφέλησε ο δρόμος;
Δεν πόθησες , ποτέ,
αβάδιστα, ύποπτα μονοπάτια;
Πολλές οι μέρες σου, πολλές οι ώρες,
στοιχισμένες, τενεκεδένιες σκέψεις.
Πεινάς: Καταπίνεις κανόνες.
Διψάς: Ρουφάς ακαθόριστες γνώσεις.
Σκεπάζεις με ατσαλάκωτα σεντόνια τη μνήμη.
Κι εκείνη, όλο αυξάνει και φουσκώνει μέσα τους.
Μην και νοσταλγήσεις. Μην και θυμηθείς.
Αψύς, ταχύς καιρός σε βρήκε
και άβολος, παραπονιέσαι.
Βουτάς μέσα σε τρύπια μάτια
κι άπληστες οθόνες.
Θαρρείς, γεννήθηκες στα εκατόν ογδόντα εκατοστά,
στις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες.
Τα γύψινα πόδια σου δεν τα μετράς,
ούτε την πήλινη όψη σου.
Ο Οδυσσέας σου, μαραζώνει αταξίδευτος στην Τροία.
Μπροστά σου, οι γείτονες σ’ επαινούν ξεδιάντροπα.
Πίσω σου, παρηγορούν τη μάνα σου,
καθώς στραγγίζει στην αυλή,
τα δάκρυα που έρχονται για σένα.
Σε γνωρίζει απ’ τα αίματα του πλακούντα,
μα δε στο λέει.
Ο τρυφερός καημός της δένει τη γλώσσα.
Μιλάς, γελάς και βρίζεις, πίσω απ’ το παράθυρο.
Προδομένος απ’ το ρείκι και τον ίσκιο σου.
Αυτοί οι άκληροι φθόγγοι, σφίγγουν το μέτωπό σου.
Κι ο θόρυβος των ακατάσχετων λέξεων,
σ’ αποτελειώνει.
Έχεις τα δίκια σου. Αν όχι τώρα, πότε;
Σε τι θα ωφελήσει η αναμονή;
Αλλά, δεν πόθησες ποτέ,
ένα αιφνίδιο, παραγκωνισμένο χέρι στο δικό σου;
Ας είναι. Εγώ, νικήθηκα.
Περπατώ, στα χλωρά χρόνια των ονείρων
και πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Ώρα να πηγαίνεις.
Φεύγοντας , παρακαλώ, άσε την πόρτα ανοιχτή.
Περιμένω φως και φίλους.
Νεκρούς και ζωντανούς,
μ’ ανοιξιάτικες, φρέσκες ανάσες.
Δεν πόθησες , ποτέ,
αβάδιστα, ύποπτα μονοπάτια;
Πολλές οι μέρες σου, πολλές οι ώρες,
στοιχισμένες, τενεκεδένιες σκέψεις.
Πεινάς: Καταπίνεις κανόνες.
Διψάς: Ρουφάς ακαθόριστες γνώσεις.
Σκεπάζεις με ατσαλάκωτα σεντόνια τη μνήμη.
Κι εκείνη, όλο αυξάνει και φουσκώνει μέσα τους.
Μην και νοσταλγήσεις. Μην και θυμηθείς.
Αψύς, ταχύς καιρός σε βρήκε
και άβολος, παραπονιέσαι.
Βουτάς μέσα σε τρύπια μάτια
κι άπληστες οθόνες.
Θαρρείς, γεννήθηκες στα εκατόν ογδόντα εκατοστά,
στις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες.
Τα γύψινα πόδια σου δεν τα μετράς,
ούτε την πήλινη όψη σου.
Ο Οδυσσέας σου, μαραζώνει αταξίδευτος στην Τροία.
Μπροστά σου, οι γείτονες σ’ επαινούν ξεδιάντροπα.
Πίσω σου, παρηγορούν τη μάνα σου,
καθώς στραγγίζει στην αυλή,
τα δάκρυα που έρχονται για σένα.
Σε γνωρίζει απ’ τα αίματα του πλακούντα,
μα δε στο λέει.
Ο τρυφερός καημός της δένει τη γλώσσα.
Μιλάς, γελάς και βρίζεις, πίσω απ’ το παράθυρο.
Προδομένος απ’ το ρείκι και τον ίσκιο σου.
Αυτοί οι άκληροι φθόγγοι, σφίγγουν το μέτωπό σου.
Κι ο θόρυβος των ακατάσχετων λέξεων,
σ’ αποτελειώνει.
Έχεις τα δίκια σου. Αν όχι τώρα, πότε;
Σε τι θα ωφελήσει η αναμονή;
Αλλά, δεν πόθησες ποτέ,
ένα αιφνίδιο, παραγκωνισμένο χέρι στο δικό σου;
Ας είναι. Εγώ, νικήθηκα.
Περπατώ, στα χλωρά χρόνια των ονείρων
και πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Ώρα να πηγαίνεις.
Φεύγοντας , παρακαλώ, άσε την πόρτα ανοιχτή.
Περιμένω φως και φίλους.
Νεκρούς και ζωντανούς,
μ’ ανοιξιάτικες, φρέσκες ανάσες.
Στίχοι για το τραγούδι Ήττα του έτους σε στίχους Θέκλα Στεφάνου και σύνθεση από το album .