Εις το λεύκωμα της Σ.κ
ΣΤΙΧΟΙ Εις το λεύκωμα της Σ.κ
Βλέπεις γιὰ Κεῖνον ὁμιλῶ, ἐνῷ γιὰ σένα γράφω· βυθίζω τὸ κονδύλι μου εἰς τὸ νωπό του τάφο. Ἀλλ’ ὅμως γιατὶ ἔπαθα ὅσα ψυχὴ καμμία, θενὰ χαράξω συμβουλὴ στὸ λεύκωμά σου μία· αὐτήν: Ἂν θέλῃς ἄκουσ’ την. Ἂν θέλῃς σβήσ’ την πάλι· παιδὶ μὴν κάνῃς· ἄνθρωπο κανένα μὴ γεννήσῃς· ἄχ, ὅ, τι ἔπαθα ἐγὼ ἂς μὴ τὸ πάθουν κι’ ἄλλοι· μὴ τὸ φαρμάκι τῆς ζωῆς κ’ εἰς ἄλλον τὸ χαρίσῃς· σώνουνε τόσοι, σώνουνε, ποὺ εἶναι γεννημένοι, μὴ τοὺς πληθαίνῃς· τὸ μηδὲν εἰς τὸ μηδὲν ἄς μένῃ· αὐτὸ εἶν’ ὁ Παράδεισος, ἡ μόνη εὐτυχία· παραίτα τὸ ἀνύπαρκτος εἰς τὴ ἀνυπαρξία!
Πλὴν ἂν ἀγάπη σὲ πλανᾷ καὶ μάνας πόθος πάλι, καὶ θέλεις βρέφος δροσερὸ νὰ βάλῃς στὴν ἀγκάλη, κἂν ἕνα μόνο γέννησε· μὴ κάμῃς ἀδελφάκια, γιατὶ θὰ ζοῦν σὲ μιὰ ζωή, θ’ ἀνθοῦν σὰν λουλουδάκια καὶ χάρου χέρι ἔξαφνα θἀρθῇ νὰ τὰ χωρίσῃ, νὰ πάρῃ ἕν ἀπὸ τὰ δυὸ καὶ τ’ ἄλλο νὰ τ’ ἀφὴσῃ… Ἄχ, τὴ ζωὴ ποὺ σοὔδωσαν μὴ δώσῃς εἰς κανένα· μὴ κάμῃς ὅ, τι ἔκαμε ἡ μάνα μου σ’ ἐμένα.