Η έρημη χώρα- Το κήρυγμα της φωτιάς. Γ 4
ΣΤΙΧΟΙ Η έρημη χώρα- Το κήρυγμα της φωτιάς. Γ 4
Την ώρα τη μενεξεδιά, που τα μάτια κι η ράχη
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας
ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο,
μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που
μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι
από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού•
μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από
κονσέρβες.
Ανασηκώνουνται απ’ το γραφείο, που η μηχανή
του ανθρώπου περιμένει
Σαν το ταξί που σφύζει περιμένοντας,
Εγώ ο Τειρεσίας, μολονότι τυφλός, σφύζοντας
ανάμεσα σε δυο ζωές,
Γέροντας με γυναίκειο στήθος ρυτιδωμένο,
μπορώ να ιδώ,
Την ώρα τη μενεξεδιά, την ώρα τη δειλινή που
μάχεται
Κατά το γυρισμό, και φέρνει το ναύτη στο λιμάνι
από το πέλαγο,
Σπίτι της τη δακτυλογράφο την ώρα του τσαγιού•
μαζεύει τ’ απομεινάρια του πρωινού της
Ανάβει τη θερμάστρα, κι αραδιάζει τρόφιμα από
κονσέρβες.
Στίχοι για το τραγούδι Η έρημη χώρα- Το κήρυγμα της φωτιάς. Γ 4 του έτους σε στίχους Thomas Elliot και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .