Η είσοδος τού χορού – 1996
ΣΤΙΧΟΙ Η είσοδος τού χορού – 1996
Πολίτες κι εργαζόμενοι και ερασταί τής φάπας
τρεχάτε με τα τέσσερα και μην το συζητάτε
Ήρθε ο καιρός… Σωθήκατε…
Κοντά μας συναχθείτε.
– Δεν μάς κοιτάς
Ξαναμμένους κι εμάς
Τόσον ωραίους…
Όσο είν’ εφικτό
Για αχαμνούς όπως εγώ
Γηραλέους;
Μάς προσκαλείς
Αλλά δεν εξηγείς
Ποιος ο σκοπός σου
Τι στο καλό
μάς κουβάλησε εδώ
Τ’ αφεντικό σου
– Αμ’ τόσην ώρα σού μιλώ κι εσύ δεν λες ν’ ακούσεις
Ο αφέντης μου το δήλωσε… Θα ανακουφισθείτε
κι απ’ την ψυχρή κι ανάποδη ζωή σας θα σωθείτε.
– Άλλο κι αυτό
κι από πού, σε ρωτώ
και πώς τού ήρθε
– Σάς φέρνει, βρε τσαχπίνηδες, έναν καημένο γέρο,
μύξη, φαφούτη, καραφλό, σωστόν κατσιποδιάρη
και, μα το ναι, μού φαίνεται πως πάσχει κι από κήλη.
– Μωρε τι μάς λες
Τι κουβέντες τρελές
Λέγε το πάλι
Αμ’ τότε αυτός
Είν’ σωστός θησαυρός
Έτσι προβάλλει
– Σάς το `πα είναι κατάφορτος
απ’ τα γεράματά του
– Δε σού περνά
πως κοστίζει ακριβά
αυτή σου η πλάκα
Για κοίτα εδώ
τί μαγκούρα κρατώ
για κάποιο βλάκα
– Εκεί με κατατάξατε;
Πώς είμαι όλως διόλου;
πώς μού είναι φύσει αδύνατο να πω
μια ωραία κουβέντα;
– Για δες κορμί
που προσβλήθηκε `κει
Κοίτα ποδάρια
που νοσταλγούνε
τον φάλαγγα
και τα στυλιάρια
– Στα θυμαράκια σού `λαχε ο κλήρος να δικάσεις
Δεν ξεκινάς σιγά – σιγά… μην περιμένει ο Χάρος;
– Σκάσε μωρέ
σιχαμένε οδηγέ,
φύτρα γελοία.
Μάς ξεγελάς
και για πού μάς τραβάς
λέξη καμία
Στάση καμιά,
ο ιδρώτας κυλά,
δίψασα εντόνως.
Στον ερχομό
είδα καρπούζια σωρό
μα πού ο χρόνος
– Ας μην το κρύβω άλλο πια
Λοιπόν, το αφεντικό μου
τον Πλούτο πήγε κι έφερε
για να σάς κάνει πλούσιους.
– Αλήθεια;
Κι είναι δυνατόν να γίνουμε όλοι πλούσιοι;
– Ναι! Σαν τον Μίδα πάμπλουτοι
και με αυτιά γαϊδάρου
– Χαίρομαι κι αγάλλομαι
και στον χορό πετάγομαι.
Αν είναι αλήθεια όλα αυτά
απ’ την πολλή μου τη χαρά.