Η σιγηλή θλίψις
ΣΤΙΧΟΙ Η σιγηλή θλίψις
χαλνά και προοδεύει
τ’ αχείλι δείχνει πως γελά
κανείς δεν υποπτεύει
τον χαλασμό πού κάνει!
Ουράνιον κήπον στην καρδιά
ο Πλάστης μ’ είχε θέσει
κ’ εφύτεψε μια λουλουδιά
στου κήπου του τη μέση,
καθώς του `καλοφάνη.
Της έδωκ’ αντηλιά κρυφή,
κρυφή δροσιά και χάρη
κι’ απόλυκ’ άνθη στην κορφή,
στο κάθε της βλαστάρι
θαυματουργά λουλούδια.
Τα βάλουν νιοι και σωφρονούν,
κοπέλες κι’ ομορφαίνουν
τα βάλουν όσοι τους γερνούν,
και στην ζωήν εμβαίνουν,
σαν να `σαν κοπελούδια.
Τα βάλουν τα μικρά παιδιά
στο τρυφερό στηθάκι
και τους φτερώνετ’ η καρδιά,
σαν να `τανε πουλάκι,
π’ ανάθρεψαν με γνώση.
Γι’ αυτό μ’ αγάπη φθονερή,
το δένδρο μ’ είχα κρύψει,
μη `μβεί σκουλήκι και το `βρει,
μαμούδι και του ρίψει
καν’ άνθος, πριν μεστώσει.
Το είχα κρύψ’ απ’ ολουνούς,
από `να μόνον όχι.
—Δε μου το έβαζεν ο νους
πως, με ταις χάραις πο `χει,
ενάντια μου τον είχα!
Μ’ ένα μαχαίρι δυνατά
μου `τρύπησε τα στήθη.
Η θλίψη τα `βρεν ανοιχτά
κ’ εμβήκε κ’ εκρυβήθη
στου δένδρου μου την ψύχα.
Σαν το σκουλήκι πολεμά,
σαν το σαράκ’ αλέθει.
Κάμνει τα φύλλα του χλωμά
το δένδρο που `βαρέθη
και τους ανθούς του χάνει!…
Στα στήθ’ η θλίψη σιγηλά
χαλνά και προοδεύει
τ’ αχείλι δείχνει πώς γελά.
Κανείς δεν υποπτεύει
τον χαλασμό πού κάνει!