Η χαρά
ΣΤΙΧΟΙ Η χαρά
ότε φάσματα παύουν θολά,
και τα πάντα θεάται καλά
η ψυχή σου.
Φεύγει τότε ο νους και η κρίσις
η καρδία γλυκύθυμος ζει,
και μ’ αυτήν εορτάζει μαζί
όλ’ η Φύσις.
Πλημμυρίς αισθημάτων ωραίων
αναπάλλει το στήθος γλυκύ,
και καλείσαι και είσαι εκεί
Ανακρέων.
Η νεότης λαμπρά σε ποτίζει
θείον νέκταρ αφάτου χαράς,
και των πόθων ευώδης βορράς
παιανίζει.
Η ψυχή αναλύετ’ εις μύρον,
και θάνατους, θεούς λησμονείς,
και μεθύσκεις εντός ηδονής
ως ονείρων.
Σταματά η ζωή παραφόρως
ευθυμούσα φαιδρά, ως εύρων
σταματά προσχαρής θησαυρόν
οδοιπόρος.
Πλην πριν έτι καλώς εννοήσω
ότι έχαιρον, φεύγ’ η χαρά!
Φευ! καθώς αστραπή τις περά…
Πώς θα ζήσω;
Η χαρά μας εδώ η βραχεία
αντανάκλασις είναι αυτής,
ην συ άνω, Θεέ μου, κρατείς;
Φαντασία…
Την χαράν — θεωρώ ειρωνείαν
μετά μέλιτος γεύσιν πολλήν
τα λοιπά ανευρίσκεις χολήν
και ανίαν.