Κάποιος νὰ μὲ προσέχει – 2009
ΣΤΙΧΟΙ Κάποιος νὰ μὲ προσέχει – 2009
κι ἔτσι τὴ βγάζεις ζούλα στὴ ζωή,
ὅποιος εἶναι κοντά σου ξεχνάει τι θέλει,
εἶσαι γυναίκα τύπου «κάποιος νὰ μὲ προσέχει».
Ἀρχίζεις τὴ μέρα σου πάντα μ᾿ ἕνα παράπονο
πὼς δὲ σὲ προσέχουμε κι ὅμως ποτέ, μὰ ποτέ σου,
δὲ λὲς ἢ δὲν ξέρεις τι θέλεις,
περνάει ὁ καιρός σου μὲ τρόπο ἀνάποδο,
ἄραγε, ὅταν κοιμᾶσαι τι ὄνειρα βλέπεις ἢ μήπως δὲ βλέπεις;
Μοῦ λὲς θὲς νὰ μένουμε μόνοι στὸ σπίτι τὰ βράδια,
ἐγὼ ἔχω μόνιμα ψύλλους στ᾿ αὐτιά,
τὸ ξέρω ξενύχτης θὰ μείνω καὶ ράκος θὰ πιάσω ξημέρωμα,
ἐσύ, ἄραγε, πῶς μπορεῖς νὰ κοιμᾶσαι τόσο εὔκολα μετὰ ἀπὸ καυγᾶ;
Πάντα μπάνιο θὰ κάνεις πρὶν βγεῖς ἀπ᾿ τὸ σπίτι,
τὸ νερὸ τελειώνει στὴ γῆ καὶ ἐσὺ συνεχίζεις στὸν ἴδιο χαβᾶ,
σ᾿ τὸ ῾χω πεῖ κάθε Σάββατο βράδυ θὰ πρέπει νὰ κάνουμε μπάνιο
καὶ μετὰ τηλεόραση, ὕπνο, τὸ πρωὶ ἐκκλησία, ἀντίδωρο, λούνα πὰρκ
καὶ φαῒ στὴ γιαγιά, ὁ μπαμπάς, ἡ μαμά, τὰ παιδιά. (ὅλοι μαζί)
Τὸ τηλέφωνο πάντα σὲ βρίσκω νὰ ἔχεις στὸ χέρι,
τὴ μαμά σου θὰ πάρεις κάθε μέρα τουλάχιστον πέντ᾿ ἕξι φορές,
εἶσαι κλέφτης διπλός, τὴ διάθεση πάντα μοῦ κλέβεις
καὶ ὁ χρόνος κλεμμένος κι αὐτός,
πόσο εὔκολα φεύγει ἀναίτια χαμένος ὁ κλέφτης καιρός.
Τὰ ντουλάπια μας εἶναι γεμάτα παπούτσια καὶ τσάντες
ποὺ ἀγοράζεις ἀμέσως ἀφοῦ σοῦ συμβεῖ κατιτί,
ἢ καλὸ ἢ κακὸ τὸ ἴδιο κάνει, ἔχεις βρεῖ εὐκαιρία
ν᾿ ἀγοράσεις παπούτσια καὶ τσάντες, κυρία Μάρκος,
ποὺ ποτὲ δὲ φορᾶς.