Κατευόδιο
ΣΤΙΧΟΙ Κατευόδιο
χωρίς μοιρολόγια και δάκρυα.
Μ’ ένα κόκκινο ρόδο μονάχα
κι ένα χαμόγελο.
Έτσι απλά
θέλω να φύγει η Αγάπη μου.
Μας κοίταε με χαμόγελο, μα τόσο πονεμένο
που, άθελα, τον λυπόμασταν. Δε θά’ τανε Ναζί,
ποιος ξέρει πώς τον είχανε το δόλιο στρατευμένο…
Κι όταν μπορούσε ξέφευγε, να’ ναι με μας μαζί.
Έτσι σε λίγο σ’ όλους μας έγινε συμπαθής.
Ήταν σεμνός, καλόβολος, σαν άνθρωπος εντάξει.
Μίλαγες μπρος του λεύτερα χωρίς να φοβηθείς
πως είναι δυνατόν να σε πειράξει.
Αλλά κι ο Φριτς, ο γερο-Φριτς (θα τα `χε τα σαράντα)
επήρε θάρρος γρήγορα και μας εμπιστευόταν
κι αφήνοντας κάθε επιφύλαξη στην πάντα
με κάτι σκοτωμένα ελληνικά μας εδιηγόταν:
— Εγώ, άλλο πόλεμο Σολντάτ. Σάιζε πόλεμος. Νιξ γκουτ
ετούτο, πάλι, πόλεμο, πάλι σολντάτ εμένα.
Βίλελμ, εμένα γιο μου, Στάλινγκραντ καπούτ
χωριό μου μπόμπες όλο σκοτωμένα!
Κι έβγαζε ο δόλιος τ’ άχτι του: Πόλεμο, Χίτλερ, Σάιζε!
(Αυτή `ναι η λέξη του Καμπρών στη γλώσσα τη γερμανική)
Εμείς τον σιγοντάραμε και τον κερνούσαμε ρακί
κι ο Μιχαλιός ο κάπελας μεζέδες τον ετάιζε.
Κάποτε ο Φριτς εχάθηκε και μάθαμε κατόπι.
Τον τουφεκίσαν οι Ναζήδες για δειλία.
Τι γύρευε ο φτωχός; Λίγη Φιλία…!
Μα ήταν κι αναμεσά μας παλιανθρώποι.