Μεταστάσιμον 4
ΣΤΙΧΟΙ Μεταστάσιμον 4
αγκιστρωμένη στην κάπνα της ξυλόσομπας
πάσχιζε το πολύτιμο, εφήμερο άπειρό της,
και οι καθρέφτες να σκεπάζονται
ένας ένας, να μου ξεφεύγουν
τα πουλιά, η άκρη των φτερών τους
ντυμένη πάχνη λιβαδιών,
το ασφαλές λημέρι μου
ανάμεσα στα χαλαρά πυρότουβλα
του τοίχου, με τους κρυμμένους θησαυρούς
όλων μου των φυγών,
τη σβούρα με τον τυλιγμένο σπάγκο,
ένα χελωνοκαύκαλο ζωγραφισμένο μπλε,
χαρτάκια ποδοσφαιριστών, πολυανταλλαγμένα,
κώδικες και συνθήματα κατασκοπευτικά,
πάροδος πένθιμου χορού, σχηματισμός
του ελέους, πέτρα στην πέτρα κυκλικός
βωμός του αγνισμού μου,
αδιάκοπη επανάληψη αρχαίων κοπετών,
«πού πας αγόρι μου άφεγγο, ποιο μάτι σ’έχει πιάσει
ποιά πούλια, ποιος αυγερινός φθόνησε τ’άνθισμά σου».
Καθώς ταιριάζω του χεριού μου τις γραμμές
στην πιο έντιμη αποτύπωση της χωροθέτησής τους
κι απαριθμώ τη διάρκεια της άλλης διάστασής μου
ανάμεσα στον τροπικό και τον ορίζοντά της,
ανάμεσα στην εκλογή και το επιβεβλημένο,
κεριά βλασταίνουνε φωτιές σε σιταρένιες ρίζες,
γυναίκες επιδέξιες κομίζονται την έγνοια
ν’αλλάζουν θέση διαρκώς ο κτίστης με το κτίσμα.
Καθώς τα κύματα σαρώνουν τις ακτές
κι αλάνθαστα φαντάσματα διασχίζουν
τοπία μιας γεμάτης λάθη μεταφυσικής,
στέκουν στα βράχια γελαστοί, με τα καλά τους ρούχα,
κοστούμι σκούρο και πουκάμισο λευκό, γραβάτα μαύρη
στη μια μεριά ο φόβος μου, στην άλλη ο σαρκασμός μου,
λέξεις αράγιστες κι οι δυο μέσα στην ίδια αράδα.
Στο τέλος μου είναι το τέλος σου Κύριε.
Στο τέλος μου τελειώνεται το τέλος των καιρών.
Κι αν κάτι από μένα είναι δικό σου
είναι αυτό που η γλώσσα μου καλεί
αιτιατό μαζί και αίτιό σου:
η εικόνα του ανθρώπου μου
η ανθρώπινη.