Μεταστάσιμον
ΣΤΙΧΟΙ Μεταστάσιμον
Στο άδυτο του σώματος καλείται τ’όνομά σου,
μια πράξη πριν απ’τη σιωπή, όπου η σκιά μου
θα πλάσει, με την άλλη της σκιά,
την πιο παλιά απεικόνιση του ομοιώματός σου.
Αυτός είναι ο δρόμος. Τον ανίχνευσα,
σαν θηρευτής που αναζητά
των αγριμιών περάσματα, θαρρώντας
ότι ο θάνατος είναι η συνέχειά μου,
η αναγκαία πύλη που συνδέει τη ζωή
με την ανεξερεύνητη ουσία.
Για θαύματα ερμηνεύοντας τ’απαρνημένα
πάθη, ποθώντας όσα μέλλονται,
συλλέγοντας τα πριν.
Αυτός είναι ο τόπος, πιο μικρός
απ’την περιγραφή του,
ο αφημένος τόπος που εξαγόρασα
στ’ανεστραμμένα σχήματα του ανθρώπου,
από τη μια του άκρη ώς την άλλη μετρημένος,
από τη μια του εποχή στον μαρασμό της άλλης.
Αφύλαχτη ώρα κι άπραγη μες στην ηχώ
της μνήμης, σπίτια παλιά που απόμειναν
χαλάσματα, με τις μικρές τους κάμαρες,
με τ’ανοιχτά παντζούρια
ασάλευτων αγρυπνιών, όπου το βλέμμα
ώς το πρωί παγίδευε το γνώριμο όραμά του
-τα μάτια μου ήταν μάτια μοναχά-
και η παλάμη σκούπιζε στο παγωμένο τζάμι
το χνωτισμένο ρίγος τ’ουρανού.