Οι δύο αδελφοί 3
ΣΤΙΧΟΙ Οι δύο αδελφοί 3
Τὸν θάψανε· σκοτείνιασε, τὸ μεσονύχτι φθάνει·
μυρίζει χάρου μυρωδιὰ τὸ σπῆτι καὶ χνωτάδα,
ἐκεῖ ποὺ ἐξεψύχησε μοσχοβολᾷ λιβάνι
καὶ εἰς τὸ προσκεφάλι του καίει χλωμὴ λαμπάδα.
Δεμένος κλαίει τοῦ νεκροῦ ὁ σκύλος στὸ σκοτάδι
κ’ ἡ ἄπιστη σὲ ἀγκαλιὰ κοιμᾶται ἀπάνω ξένη!
Μοιρολογοῦσε τὴν αὐγή, γλυκοφιλεῖ τὸ βράδυ·
σὰν φρόνιμη, τὴν ὥρα της τὴν εἶχε μοιρασμένη…
Ἄχ, ὅλα τ’ ἄστρα μονομιᾶς κι’ ὁ οὐρανὸς ἀκόμα
ἄν πέσουν, δὲν ἀκούγουνται ποτὲ σὲ τάφου χῶμα!
Ὅμως τὸ ἄπιστο φιλὶ νεκρὸ ἀνασηκόνει
καὶ ζωντανεύει τὸ κορμὶ ποὺ χῶμα τὸ πλακόνει.
Ἀκούει μέσ’ στὸν ὕπνο του τὸν πρῶτο βυθισμένος
τῆς νύφης του τὸ φίλημα ὁ νειός ὁ πεθαμμένος·
τὸν ὄρκο του θυμήθηκε κι’ ὁ τάφος του ἀνοίγει·
σὲ μαῦρο ἀπάνω βρέθηκε, λάκκους σταυροὺς πηδάει,
τὸν βλέπουν τ’ ἄστρα τρέμουνε, ἡ γῆ ζητεῖ νὰ φύγῃ
καὶ χαλινάρι δὲν κρατεῖ· ὁ Μαῦρος ὁδηγάει·
φεὺγει, πετᾷ· τὰ πέταλλα σπίθαις, φωτιαὶς σκορπᾶνε
καὶ φέγγουνε τὸ δρόμο τους· ἀλλοίμονο, ποῦ πᾶνε!
μυρίζει χάρου μυρωδιὰ τὸ σπῆτι καὶ χνωτάδα,
ἐκεῖ ποὺ ἐξεψύχησε μοσχοβολᾷ λιβάνι
καὶ εἰς τὸ προσκεφάλι του καίει χλωμὴ λαμπάδα.
Δεμένος κλαίει τοῦ νεκροῦ ὁ σκύλος στὸ σκοτάδι
κ’ ἡ ἄπιστη σὲ ἀγκαλιὰ κοιμᾶται ἀπάνω ξένη!
Μοιρολογοῦσε τὴν αὐγή, γλυκοφιλεῖ τὸ βράδυ·
σὰν φρόνιμη, τὴν ὥρα της τὴν εἶχε μοιρασμένη…
Ἄχ, ὅλα τ’ ἄστρα μονομιᾶς κι’ ὁ οὐρανὸς ἀκόμα
ἄν πέσουν, δὲν ἀκούγουνται ποτὲ σὲ τάφου χῶμα!
Ὅμως τὸ ἄπιστο φιλὶ νεκρὸ ἀνασηκόνει
καὶ ζωντανεύει τὸ κορμὶ ποὺ χῶμα τὸ πλακόνει.
Ἀκούει μέσ’ στὸν ὕπνο του τὸν πρῶτο βυθισμένος
τῆς νύφης του τὸ φίλημα ὁ νειός ὁ πεθαμμένος·
τὸν ὄρκο του θυμήθηκε κι’ ὁ τάφος του ἀνοίγει·
σὲ μαῦρο ἀπάνω βρέθηκε, λάκκους σταυροὺς πηδάει,
τὸν βλέπουν τ’ ἄστρα τρέμουνε, ἡ γῆ ζητεῖ νὰ φύγῃ
καὶ χαλινάρι δὲν κρατεῖ· ὁ Μαῦρος ὁδηγάει·
φεὺγει, πετᾷ· τὰ πέταλλα σπίθαις, φωτιαὶς σκορπᾶνε
καὶ φέγγουνε τὸ δρόμο τους· ἀλλοίμονο, ποῦ πᾶνε!
Στίχοι για το τραγούδι Οι δύο αδελφοί 3 του έτους σε στίχους Αχιλλέας Παράσχος και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .