Οι τρεις φίλοι
ΣΤΙΧΟΙ Οι τρεις φίλοι
Β’ Συνωμιλοῦσαν κ’ ἤρχουνταν σὰν φίλοι ἀγαπημένοι, κ’ εἰς ρίζα δέντρου ἐκάθησαν ἀπάνω κουρασμένοι· ὁ ἕνας ἄντρας ἤτανε θρασύς· μὲ φτερωμένα τὰ πόδια· μ’ ἄταχτα μαλλιὰ καὶ γένεια μπερδεμμένα. Τὸν ὠνομάζανε Βοριᾶ· οἱ σύντροφοί του πάλι γυναῖκες ἤτανε· ἡ μιά, σὰν γίγαντας μεγάλη· κάθε πνοὴ της ἔκαιγε, σπινθήριζ’ ἡ ματιά της, καὶ σὰν δυὸ φλόγες μοιάζανε τὰ δύο μάγουλά της… Ὁ κόσμος τὴν φοβότανε καὶ τὴν ἐπεθυμοῦσε, καὶ τ’ ὄνομά της ἔλεγαν Φωτιὰ ὅπου περνοῦσε. Ἡ ἄλλη ἦταν δροσερή, γλυκιά, γαλανομμάτα καὶ ὁ Βοριᾶς καὶ ἡ Φωτιὰ μὲ σέβας τῆς μιλοῦσαν· τὰ μάτια της ἐντροπαλὰ καὶ ἀγγελισμὸ γεμᾶτα, κὰτω στὴ γῆ ἐβλέπανε· Τιμὴ τὴν ἐκαλοῦσαν.
Γ’ Ἀφοῦ ξεκουρασθήκανε, εἶπ’ ὁ Βοριᾶς· «Φοβοῦμαι μήπως ἐκεῖ ποὺ τρέχωμε καμμιὰ φορὰ χαθοῦμε· γιὰ πέστε ποῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ τὸν ἄλλο πάλι, ἄν χωρισθοῦμε τρέχοντας σὲ μιὰ μερὰ καὶ σ’ ἄλλη;» «Εὔκολα, εἶπε ἡ Φωτιά, νὰ μ’ εὕρετε μπορεῖτε· ὅπου κυττάξετε καπνὸ ἐκεῖ θενὰ μὲ ἰδῆτε…» Κ’ εἶπ’ ὁ Βοριᾶς· «σὲ κύμματα ἐπάνω φουσκωμένα κι’ ὅπου τὰ φύλλα σείνωνται θὰ μ’ εὕρετε κ’ ἐμένα! Ὄμως ἐσένα, ποῦ, Τιμή, ἄν κάποτε χαθοῦμε μποροῦμε νὰ σὲ βροῦμε;» Κ’ ἐκείνη ἀναστέναξε· «Ἀνίσως μ’ ἁγαπᾶτε, τοὺς ἀπεκρίθηκε· ποτὲ νὰ μὴ μὲ παραιτᾶτε. Ἄν φύγω, μήτε Ἄνεμος, μήτε Φωτιὰ μὲ φθάνει· κεῖνος ποὺ χάνει τὴν τιμὴ γιὰ πάντα τηνὲ χάνει!