Ο άτυχος γάμος του Τσελέπη Αγά με τη Ναζλή
ΣΤΙΧΟΙ Ο άτυχος γάμος του Τσελέπη Αγά με τη Ναζλή
Όντεν εδίδαν τη βουλή κ’ εδίδανε το λόγο,
Να πάρ’ ο Τσελεπή Αγάς του Καστελλιού το Ρόδο
Ανάθεμά την την αρχή κι ανάθεμα την ώρα,
Σαν δεν ταιριάσ’ αντρόυνο γροίνια ’ναι και διχόνοια,
κι απής δε σμίξουν τ’ άστρα των καημός και μοιρολόγια.
─Νενέ μου κι αδερφάδες μου και συ αγά μπαμπά μου,
μακριά που με ξωρίζετε, και ποια ’ν τα κρίματά μου;
─Σώπασε, θυγατέρα μου, μη λέεις τέτοια λόγια,
κι εγέμησε το σπίτι μας δάκρυα και μοιρολόγια.
Ψαρό θε να ’ναι τ’ άλογο που θα καβαλικέψης,
κι όμορφος θα ’ναι ο Τσελεπής όπου θα σε πεζέψη .
Έρχουνται και την παίρνουνε ούλοι οι καλεσμένοι,
με λυροτραγουδίσματα κι ούλοι αρματωμένοι.
Ήτον πολλ’ οι καλεστικοί, ξεφάντωσι μεγάλη,
γιατ’ ήτον πλούσια η Ναζλή σ’ τα έχει κ’ εις τα κάλλη.
Κι απήτις την επέζεψαν κ’ εβγήκεν εις τσ’ οντάδες ,
τα σπίθια ούλ’αστράψανε κι ανάψαν και λαμπάδες .
Μα το ταχύ σηκώνεται ο Τσελεπής και λέει,
τση νένας να παρηγορά τη νύφη να μην κλαίει.
─Νένα μου κι αν το βουληθής να μου τηνε χολιάσης,
μαύρη κουρούνα να γενής και τα βουνά να πιάσης.
Κ’ η Νένα τση σηκώθηκε κ’ εκάθησε κοντά τση,
γλυκά την αναρώτανε ήντα παράπονά ’χει.
─Ήντά ’χεις θυγατέρα μου, και βαρυαναστενάζεις;
πεινάς, διψάς, γη ενύσταξες, θωρώ σε και γροινιάζεις.
─Μηδέ πεινώ, μηδέ διψώ, μηδ’ από ύπνον είμαι,
τσοι μουσαφίριδες καλά πόρεψε και ντροπή ’ναι.
Μ’ απήτις εκαβάλτισε κ’ ήπιενε τον καφέ του,
θωρεί ο γαμπρός τα μάθια τση σαν το ποτάμι τρέχου.
─Σηκώσου χανουμάκι μου ν’ ανοίξεις τα καφέσια ,
να ιδής τα τριγυρόχωρα, και τίνος δεν αρέσα.
Σηκώνετ’ η χανούμισα ’σαν τη χυτή λαμπάδα,
κ’ εφόριε κ’ ένα γιασεμί εις τη δεξιά της μπάντα.
─Πού ν’ τση νενές μου το χωριό που μ’ έθρεφ’ η θωρειά σου,
Άχι! Πώς αλλαργάραμε, δεν είμαι πλειο κοντά σου!
Είκοσι είν’ τα τσιφλίκια μου κι ας πουληθούν τα τρία,
τ’άλλα να μ’ απομείνουνε ποτέ δεν έχω χρεία.
Μα ο Τσελεπής δε θέλει πλειο, γυναίκα να την ξέρει,
Κι αυτή την όμορφη Ναζλή, να χωρισθή γυρεύγει.
Παίρνουν πηγαίνουν στου Καντή και σκίζουν το καπίνι
κ’ είπενε λόγια σφαχτικά που κάψανε κ’ εκείνη.
─Αυτή τη ζωνη που φοράς βγάλε να τηνε δώσης,
και τα μποτώνια που φορείς βγάλε να τα πλερώσης.
─Για τα τσιμποφιλήματα που μού καμες στο στρώμα,
εκειά θα τα μπατάρωμε και ζωνη και μποτώνια.
Τρεις δούλοι την εφέρανε στο σπίτι του μπαμπά τση,
πέφτει, φιλεί το χέρι του, λέει τα βάσανά τση.
─Δεν εταιριάσαν τ’ άστρα μας, δεν ήτο κισιμέτι,
μηδε πιστεύγει, αγά μπαμπά, αυτός σε Μουχαμέτη.
─Κάθησ’ επά Χανούμι μου, μα ’χω ψωμί να τρώης,
έτζ’ ήτο κισιμέτι σου Ναζλή μου ν’ αποδώσης.
Στενοχωράτ’ ο Τσελεπής και πέφτει ν’ αποθάνη,
και με καιρό σηκώνεται κ’ εις τση Ναζλής του πάει.
Αρρωστημένη βρίχνει τη και μεσαποθαμένη,
στο στρώμα τση εκείτετο χλωμή και μαραμένη.
─Πε μου, Ναζλή μου, μάθια μου, πέ μου το το κακό σου,
ν’ ανακατώσω τσοι γιατρούς να βρω το γιατρικό σου.
─Ήντα το θες να σου το πω, Αγά μου, το κακό μου,
μέσα η καρδιά μου ράισε κ’ ήντά ν’ το διάφορό μου.
Καβαλικεύγει ο Τσελεπής σε διαβασμένους πάει,
πάει και βρήχν’ ένα Μουλλά στου Κάστρου το Σεράι.
─Μουλλάδες και γραμματικοί, γιάνετε τη Ναζλή μου,
κι ας πάει και το πράμα μου κι ας πάει κ’ η ζωή μου.
─Κάτσε ν’ ανοίξωμε χαρτί να ιδούμε το κακό τση,
και τότε θα το βρούμενε, αγά το γιατρικό τση .
Ανοίγει ο Μουλλάς χαρτί, τα μάθια του σφουγγίζει,
κ’ είπε ─Δεν έχει γιατρικό κι άδικα μη γυρίζεις.
Από εκεί σηκώνεται σ’ ενούς παπά πηγαίνει,
που λέγαν ούλαις τσ’ αρρωστιαίς ετούτος να τσι γιαίνη.
Πιάνει διαβάζει κι ο παπάς, τον ίδρο του σφουγγίζει,
κ’ είπε ─Δεν έχει γιατρεμό και μόνο που γυρίζει.
Σηκώνεται ο Τσελεπής στο σπίτι τση και πάει,
μεταγνωμένος, κλάυμενος και πώς να τη γλυκάνη.
─Όφου! Ναζλή μου! Μάθια μου, όφου! Γλυκύ μου ταίρι,
κ’ εθάμπωσεν ο ήλιος το μέγα μεσημέρι.
─Σώπασε δόλιε του φιλιού, μη με ψιγομαραίνεις,
μ’ αν αποθάνει η Ναζλή, άλλη γυναίκα παίρνεις.
Φέρετε το κοπέλι μου να το βυζάξω θέλω,
στου άδη θε να κατεβώ να του ξεχάσω θέλω.
Κι όντε το λόγον έλεγε, μπαίνει κ’ η γιαδερφή τση,
και μ’ ένα μαύρο γιεμενί δένει την κεφαλή τση.
Μ’ απήτις εξεψύχησε κ’ εβάλανε λιβάνι,
τον παίρνουνε τα κλάυματα κ’ εις την κασέλλα πάει.
Βγάνει τα τζεβαερικά ογια να τη στολίση,
βάνει φωθιά στο θυμιατό για να τη λιβανίση.
Κ’ η γιαδερφή τση του ’πενε ─Άφης τα τα γιορντάμια
κι αν ήθελα την αγαπάς να την πονής καθάρια,
όντε σου την εφέρανε τσ’ έπρεπε το γιορντάμι,
μα του θανάτου τσι πληγαίς δε γιαίνει πλειο βοτάνι.
Αν την αγάπας, έπρεπε να λυπηθής τα κάλλη,
μ’ απής περάσουν οι καιροί εσύ θα πάρης άλλη.
Κι ο λόγος δεν τον έφταξε πιάνει το γιαταγάνι,
τέσσερεις πήδους έπαιξε κ’ εις την καρδιά το βάνει.
ﮓ
Να πάρ’ ο Τσελεπή Αγάς του Καστελλιού το Ρόδο
Ανάθεμά την την αρχή κι ανάθεμα την ώρα,
Σαν δεν ταιριάσ’ αντρόυνο γροίνια ’ναι και διχόνοια,
κι απής δε σμίξουν τ’ άστρα των καημός και μοιρολόγια.
─Νενέ μου κι αδερφάδες μου και συ αγά μπαμπά μου,
μακριά που με ξωρίζετε, και ποια ’ν τα κρίματά μου;
─Σώπασε, θυγατέρα μου, μη λέεις τέτοια λόγια,
κι εγέμησε το σπίτι μας δάκρυα και μοιρολόγια.
Ψαρό θε να ’ναι τ’ άλογο που θα καβαλικέψης,
κι όμορφος θα ’ναι ο Τσελεπής όπου θα σε πεζέψη .
Έρχουνται και την παίρνουνε ούλοι οι καλεσμένοι,
με λυροτραγουδίσματα κι ούλοι αρματωμένοι.
Ήτον πολλ’ οι καλεστικοί, ξεφάντωσι μεγάλη,
γιατ’ ήτον πλούσια η Ναζλή σ’ τα έχει κ’ εις τα κάλλη.
Κι απήτις την επέζεψαν κ’ εβγήκεν εις τσ’ οντάδες ,
τα σπίθια ούλ’αστράψανε κι ανάψαν και λαμπάδες .
Μα το ταχύ σηκώνεται ο Τσελεπής και λέει,
τση νένας να παρηγορά τη νύφη να μην κλαίει.
─Νένα μου κι αν το βουληθής να μου τηνε χολιάσης,
μαύρη κουρούνα να γενής και τα βουνά να πιάσης.
Κ’ η Νένα τση σηκώθηκε κ’ εκάθησε κοντά τση,
γλυκά την αναρώτανε ήντα παράπονά ’χει.
─Ήντά ’χεις θυγατέρα μου, και βαρυαναστενάζεις;
πεινάς, διψάς, γη ενύσταξες, θωρώ σε και γροινιάζεις.
─Μηδέ πεινώ, μηδέ διψώ, μηδ’ από ύπνον είμαι,
τσοι μουσαφίριδες καλά πόρεψε και ντροπή ’ναι.
Μ’ απήτις εκαβάλτισε κ’ ήπιενε τον καφέ του,
θωρεί ο γαμπρός τα μάθια τση σαν το ποτάμι τρέχου.
─Σηκώσου χανουμάκι μου ν’ ανοίξεις τα καφέσια ,
να ιδής τα τριγυρόχωρα, και τίνος δεν αρέσα.
Σηκώνετ’ η χανούμισα ’σαν τη χυτή λαμπάδα,
κ’ εφόριε κ’ ένα γιασεμί εις τη δεξιά της μπάντα.
─Πού ν’ τση νενές μου το χωριό που μ’ έθρεφ’ η θωρειά σου,
Άχι! Πώς αλλαργάραμε, δεν είμαι πλειο κοντά σου!
Είκοσι είν’ τα τσιφλίκια μου κι ας πουληθούν τα τρία,
τ’άλλα να μ’ απομείνουνε ποτέ δεν έχω χρεία.
Μα ο Τσελεπής δε θέλει πλειο, γυναίκα να την ξέρει,
Κι αυτή την όμορφη Ναζλή, να χωρισθή γυρεύγει.
Παίρνουν πηγαίνουν στου Καντή και σκίζουν το καπίνι
κ’ είπενε λόγια σφαχτικά που κάψανε κ’ εκείνη.
─Αυτή τη ζωνη που φοράς βγάλε να τηνε δώσης,
και τα μποτώνια που φορείς βγάλε να τα πλερώσης.
─Για τα τσιμποφιλήματα που μού καμες στο στρώμα,
εκειά θα τα μπατάρωμε και ζωνη και μποτώνια.
Τρεις δούλοι την εφέρανε στο σπίτι του μπαμπά τση,
πέφτει, φιλεί το χέρι του, λέει τα βάσανά τση.
─Δεν εταιριάσαν τ’ άστρα μας, δεν ήτο κισιμέτι,
μηδε πιστεύγει, αγά μπαμπά, αυτός σε Μουχαμέτη.
─Κάθησ’ επά Χανούμι μου, μα ’χω ψωμί να τρώης,
έτζ’ ήτο κισιμέτι σου Ναζλή μου ν’ αποδώσης.
Στενοχωράτ’ ο Τσελεπής και πέφτει ν’ αποθάνη,
και με καιρό σηκώνεται κ’ εις τση Ναζλής του πάει.
Αρρωστημένη βρίχνει τη και μεσαποθαμένη,
στο στρώμα τση εκείτετο χλωμή και μαραμένη.
─Πε μου, Ναζλή μου, μάθια μου, πέ μου το το κακό σου,
ν’ ανακατώσω τσοι γιατρούς να βρω το γιατρικό σου.
─Ήντα το θες να σου το πω, Αγά μου, το κακό μου,
μέσα η καρδιά μου ράισε κ’ ήντά ν’ το διάφορό μου.
Καβαλικεύγει ο Τσελεπής σε διαβασμένους πάει,
πάει και βρήχν’ ένα Μουλλά στου Κάστρου το Σεράι.
─Μουλλάδες και γραμματικοί, γιάνετε τη Ναζλή μου,
κι ας πάει και το πράμα μου κι ας πάει κ’ η ζωή μου.
─Κάτσε ν’ ανοίξωμε χαρτί να ιδούμε το κακό τση,
και τότε θα το βρούμενε, αγά το γιατρικό τση .
Ανοίγει ο Μουλλάς χαρτί, τα μάθια του σφουγγίζει,
κ’ είπε ─Δεν έχει γιατρικό κι άδικα μη γυρίζεις.
Από εκεί σηκώνεται σ’ ενούς παπά πηγαίνει,
που λέγαν ούλαις τσ’ αρρωστιαίς ετούτος να τσι γιαίνη.
Πιάνει διαβάζει κι ο παπάς, τον ίδρο του σφουγγίζει,
κ’ είπε ─Δεν έχει γιατρεμό και μόνο που γυρίζει.
Σηκώνεται ο Τσελεπής στο σπίτι τση και πάει,
μεταγνωμένος, κλάυμενος και πώς να τη γλυκάνη.
─Όφου! Ναζλή μου! Μάθια μου, όφου! Γλυκύ μου ταίρι,
κ’ εθάμπωσεν ο ήλιος το μέγα μεσημέρι.
─Σώπασε δόλιε του φιλιού, μη με ψιγομαραίνεις,
μ’ αν αποθάνει η Ναζλή, άλλη γυναίκα παίρνεις.
Φέρετε το κοπέλι μου να το βυζάξω θέλω,
στου άδη θε να κατεβώ να του ξεχάσω θέλω.
Κι όντε το λόγον έλεγε, μπαίνει κ’ η γιαδερφή τση,
και μ’ ένα μαύρο γιεμενί δένει την κεφαλή τση.
Μ’ απήτις εξεψύχησε κ’ εβάλανε λιβάνι,
τον παίρνουνε τα κλάυματα κ’ εις την κασέλλα πάει.
Βγάνει τα τζεβαερικά ογια να τη στολίση,
βάνει φωθιά στο θυμιατό για να τη λιβανίση.
Κ’ η γιαδερφή τση του ’πενε ─Άφης τα τα γιορντάμια
κι αν ήθελα την αγαπάς να την πονής καθάρια,
όντε σου την εφέρανε τσ’ έπρεπε το γιορντάμι,
μα του θανάτου τσι πληγαίς δε γιαίνει πλειο βοτάνι.
Αν την αγάπας, έπρεπε να λυπηθής τα κάλλη,
μ’ απής περάσουν οι καιροί εσύ θα πάρης άλλη.
Κι ο λόγος δεν τον έφταξε πιάνει το γιαταγάνι,
τέσσερεις πήδους έπαιξε κ’ εις την καρδιά το βάνει.
ﮓ
Στίχοι για το τραγούδι Ο άτυχος γάμος του Τσελέπη Αγά με τη Ναζλή του έτους σε στίχους Παραδοσιακό και σύνθεση Παραδοσιακό από το album .