Ο συλλέκτης των κίτρινων αχιβάδων
ΣΤΙΧΟΙ Ο συλλέκτης των κίτρινων αχιβάδων
Κάθε πρωί την ίδια ώρα ο ήλιος και το μικρό αγόρι
συναντούσαν τη θάλασσα.
Έριχναν μια ματιά ο ένας στον άλλον
και ξεκινούσαν μεθοδικά τη δουλειά τους.
Ο ήλιος να υψώνεται
και το αγόρι να συλλέγει.
Αδιάκοπα κι οι δυο τους.
Μέχρι να μεσουρανήσει ο ήλιος,
ο μικρός είχε γεμίσει το γυάλινο δίσκο του
σε σχήμα ανεστραμμένου καπέλου
γεμάτου νερό,
με αχιβάδες.
Αποκλειστικά κίτρινες.
Κείτονταν στον πυθμένα του καπέλου του
σα θραύσματα ηλιαχτίδων,
τόσο λαμπερά,
που μάζευαν γύρω τους υπνωτισμένα
όλα τα παιδιά της ακρογιαλιάς.
Στήνονταν εκείνα γύρω του σε κύκλο
κάθε μέρα, τον θαύμαζαν
κι απορούσαν.
Γιατί τις μαζεύει, πώς τις εντοπίζει όλες αυτές,
πώς τον λένε, τι τις κάνει αργότερα,
γιατί δεν τους απαντά;
Εκείνος σκυμμένος πάντα
δε γύριζε ούτε τα μάτια.
Μόνο όταν σηκωνόταν πια,
αντιγύριζε έναν σπινθηρισμό στον ήλιο
κι απομακρυνόταν προσεκτικά με το δίσκο του
στο βάθος ενός αυλόγυρου.
Βρήκα τον ίδιο δίσκο
και τον χάρισα στο γιο μου.
Όλο εκείνο το καλοκαίρι
μάζευαν τα δυο αγόρια μαζί κίτρινες αχιβάδες
στην ίδια ακρογιαλιά
χωρίς ν’ αλλάξουν ούτ’ ένα βλέμμα.
Με την πρώτη ψιχάλα του φθινοπώρου
το αγόρι του ήλιου χάρισε μια κίτρινη αχιβάδα στο δικό μου
κι αποχώρησε.
Την κράτησε ο δικός μου
για πρώτη καλημέρα
στο ξαναντάμωμά τους
του επόμενου καλοκαιριού.
Είχαν εφεύρει οι δυο τους σιωπηλά
τη γλώσσα της υπομονής και της αγάπης
χωρίς όρους.
συναντούσαν τη θάλασσα.
Έριχναν μια ματιά ο ένας στον άλλον
και ξεκινούσαν μεθοδικά τη δουλειά τους.
Ο ήλιος να υψώνεται
και το αγόρι να συλλέγει.
Αδιάκοπα κι οι δυο τους.
Μέχρι να μεσουρανήσει ο ήλιος,
ο μικρός είχε γεμίσει το γυάλινο δίσκο του
σε σχήμα ανεστραμμένου καπέλου
γεμάτου νερό,
με αχιβάδες.
Αποκλειστικά κίτρινες.
Κείτονταν στον πυθμένα του καπέλου του
σα θραύσματα ηλιαχτίδων,
τόσο λαμπερά,
που μάζευαν γύρω τους υπνωτισμένα
όλα τα παιδιά της ακρογιαλιάς.
Στήνονταν εκείνα γύρω του σε κύκλο
κάθε μέρα, τον θαύμαζαν
κι απορούσαν.
Γιατί τις μαζεύει, πώς τις εντοπίζει όλες αυτές,
πώς τον λένε, τι τις κάνει αργότερα,
γιατί δεν τους απαντά;
Εκείνος σκυμμένος πάντα
δε γύριζε ούτε τα μάτια.
Μόνο όταν σηκωνόταν πια,
αντιγύριζε έναν σπινθηρισμό στον ήλιο
κι απομακρυνόταν προσεκτικά με το δίσκο του
στο βάθος ενός αυλόγυρου.
Βρήκα τον ίδιο δίσκο
και τον χάρισα στο γιο μου.
Όλο εκείνο το καλοκαίρι
μάζευαν τα δυο αγόρια μαζί κίτρινες αχιβάδες
στην ίδια ακρογιαλιά
χωρίς ν’ αλλάξουν ούτ’ ένα βλέμμα.
Με την πρώτη ψιχάλα του φθινοπώρου
το αγόρι του ήλιου χάρισε μια κίτρινη αχιβάδα στο δικό μου
κι αποχώρησε.
Την κράτησε ο δικός μου
για πρώτη καλημέρα
στο ξαναντάμωμά τους
του επόμενου καλοκαιριού.
Είχαν εφεύρει οι δυο τους σιωπηλά
τη γλώσσα της υπομονής και της αγάπης
χωρίς όρους.
Στίχοι για το τραγούδι Ο συλλέκτης των κίτρινων αχιβάδων του έτους σε στίχους Νίνα Γιαννοπούλου και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .