Ο φόβος
ΣΤΙΧΟΙ Ο φόβος
η πρώτη μόνωση κι η πρώτη σιωπή. Εκείνες ούτε
μνήμες δεν είναι πια: Ποντίσθηκαν μες στη μεγάλη νύχτα.
Τούτες άνθισαν γύρω σου, καθώς νυχτερινά λουλούδια,
όταν ο φόβος σού έγνεψε να κλείσεις το παράθυρο.
Πριν, στεκόσουν στην ανοιχτή κορνίζα του. Κι αγνάντευες
στην αυλή το παιχνίδι των μικρών παιδιών. Αλλ’ όμως
δεν έβλεπες την κίνησή τους ούτε τις φωνές τους άκουγες.
Τις θυμόσουν μονάχα, γιατί κείτονταν στο παρελθόν σου.
Κι αισθανόσουν ακέρια την αγάπη τους σ’ ακέριο
τον εαυτό σου ν’ απλώνεται πάνω, γιατί η αγάπη
είναι πέρ’ από το χρόνο κι από κάθε μερισμό.
Κάποτε είδες εκεί, που τίποτε δεν έβλεπες.
Άκουσες από εκεί, που τίποτε δεν άκουγες.
Και το παράθυρό σου ξάφνου βρέθηκε ν’ ανοίγει,
καθώς μάτι κατάπληκτο, ψηλά στον πύργο αυτό,
που ένα χαντάκι με πηχτό νερό τον φέρνει γύρα.
Και βιάστηκες να κλείσεις το παράθυρο, προτού
οι υποβρύχιες του τέλματος φωνές σε πνίξουν.
Όμως δεν είχες υποπτευθεί πως φυλάκιζες το φόβο,
πως κρατούσες κλεισμένη μέσα την ακέρια αγάπη.
Η μόνωση τουτη είναι απ’ το φόβο σου πλασμένη.
Της σιωπής τούτης τα χείλη η αγάπη τα `χει κλείσει.