Πανσέδες
ΣΤΙΧΟΙ Πανσέδες
τα συντρεχούμενα νερά γύρω απ’ τη βρύση
κ’ οι πανσέδες, που απόψε ουδέ στιγμή σαλεύουν
και το κορίτσι που έπιασε να τους ποτίσει.
Aνήξερη θωριά στα μάτια με γελάει
κι’ αφή, γλυκοπερπάτητη διπλά απ’ τις άλλες
πότε, στάλα και πότε, θάλασσα– και πάει:
Μια, στάλα και μια, θάλασσας μαβιές αγκάλες,
ανήξερος πανσές, μέσα στην πάσα ειρήνη,
χαίρεται, αναίσθητος, του πλάστη του το κρίμα
και το γειτονικό τ’ αγέρι οπού τον ντύνει,
στον ίσκιο το τυλίγει απ’ το δικό του εντύμα,
το εντύμα του όλο στάλες, μια μέσα στην άλλη,
κ ίσκιωμα γαλανό στου γαλανού τη μέση,
απ’ το λιλά και σ’ άλλο πιο λιλά, και πάλι
– του παγονιού φτερά σα να `θελε φορέσει.
Σφιχτοκρατούμενος στης ρίζας του το χώμα
–κι όσο τον βλέπω, στο είναι του– να, που μου μοιάζει!
Σα να μ’ ακούει με το είναι του, κι ωσάν, ακόμα,
με τα γαλάζια μάτια του να με σκεπάζει…
K’ έρχεται, το λουλούδι, έρχεται και με σμίγει
–κ είναι σα να το μέλλει και να μη το μέλλει–
στα μαβειά του με ντύνει, με περιτυλίγει,
στ’ αξέβαφα μαβιά με ντύνει, και με θέλει.
Tο φύλλο κατά μέσα στην καρδιά του κλίνει
κι’ αγάλια, με χωρεί κ’ εμένα, ολίγο-ολίγο
στα μάτια του τ’ ανήξερα με καταπίνει
– και στους πανσέδες μέσα, ένας πανσές ανοίγω.