Πώς νιώθει ένα καμπαναριό χωρίς την εκκλησία του
ΣΤΙΧΟΙ Πώς νιώθει ένα καμπαναριό χωρίς την εκκλησία του
μνήμη ο κορμός σου υψώνεται μίσχος τραυματισμένος
και μοιάζουν οι καμπάνες σου κρινάκια μαραμένα.
Ρωγμές των χρόνων χαρακιές μορφή σου ρυτιδώνουν,
μ’ αντέχεις• ήλιων ρόδισμα κάθε πρωί αγναντεύεις
κι αστερισμών χρυσόσκονη συμπόνοια να σε ραίνει.
Απέναντι την Εθνική, σειρές χρυσοχοείων
κοιτάς να φεύγει η ώρα σου, πεζών γρήγορο διάβα•
και ίσως Σπιανάδας _ Φρούριου πρόσωπα να διακρίνεις.
Νιώθεις της μοναξιάς πληγή! Την άφαντη Εκκλησιά σου
ποτέ δεν τη λησμόνησες• (πόλεμος και σκοταδισμός
καθόλου δε σεβάστηκαν ένδοξο παρελθόν της.)
Κι όταν γελούν τα σήμαντρα, στης Κέρκυρας την πόλη,
(ιδίως του Ευαγγελισμού) κάθε γιορτή μεγάλη,
ζήλεια κεντά καρδούλα σου, να συμμετείχες θέλεις.
Κι έρχεται μια ώρα μυστική (σπανιότατη μα υπάρχει,
σε αυτήν ψυχή του καθενός σώμα για λίγο αφήνει)
που βλέπεις, έξι, αιώνες σου λαμπάδες αναμμένες.
Ζει η Εκκλησιά σου! Ολόφωτη πίνει τις ψαλμωδίες,
ευωδιάζουν οι αγιασμοί, χαμογελάει ο Χρόνος,
τα σήμαντρά σου ηχούν, ξανά, πληρότητα ανασαίνεις.