Σάρκα και γαλάζιοι ίσκιοι
ΣΤΙΧΟΙ Σάρκα και γαλάζιοι ίσκιοι
μια θύελλα στα χαμηλά ψιθυριστά σιγά-σιγά
μας σκόρπιζε στο άσπρο
σαν άστρα λάμπαμε στο καταγάλανο
πλέαμε ζαλισμένοι
τα σωθικά μας άδεια καθώς
τα σωθικά του κόσμου.
Μπρούμυτα, παγώναμε στο χιόνι
ανθρώπινα πουλιά που τρώγαμε
σιγά-σιγά κομμάτια
άσπρα πουλιά – το μέταλλο
χωρίστηκε στα δυο
ζήσαμε κάποιοι που καθόμασταν μπροστά
μας έχουν για νεκρούς.
Πια δεν μας ψάχνουν, έπαψαν
κατολισθήσεις χιονοθύελλες
σπρώχνουν τα σώματα
στα παρακάτω διαζώματα
μες στον λευκό τον τάφο
κοιτάμε τους νεότερους
τους βλέπουμε κι αυτούς σαν σάρκα.
“Με λένε δείνα κι αν πεθάνω να με φάτε”
Βγαίνω από το κήτος, από το κατάλυμά μας
και αργά πηγαίνω στη μερίδα μου
σκοινιά που δεν ελέγχω με πηγαίνουν
Το ψύχος συντηρεί τη βρωση μας
η θέρμη του ήλιου τη ζωή
σταγονομετρημένη απ’ την αρχή
αποκαλύπτεται.
Περνούν οι μέρες ξεψυχούν
κάποιοι τραυματισμένοι
στα χέρια μας ψελλίζουν
στη μητρική τη γλώσσα τους
τα τελευταία λόγια.