Σαρή Μπαγλής και Σούσα
ΣΤΙΧΟΙ Σαρή Μπαγλής και Σούσα
π’ αγάπα το Σαρή – Μπαγλή, το πρώτο παλληκάρι.
Τον αγαπά, την αγαπά χρόνους δεκατεσσάρους
μ’ αλήθεια τ’ αδερφάκι τζη γυρίζει με κουρσάρους.
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή ήταν προσκαλεσμένοι,
βγήκε η νια ’που το λουτρό κι ο νιος απ’ το μπαρμπέρη.
Εκεί που τρώγαν κι έπιναν και γλυκοτραγουδούσαν,
ακούν την πόρτα που βροντά, την πόρτα και χτυπούσαν:
─ Σήκω Σωσάννα κι άνοιξε και σού ’φερα χαμπέρι,
απ’ τ’ αδερφάκι σ’ το Γιαννιό που ’ναι σε ξένα μέρη!
─ Σήκ’ απ’ αυτού Σαρή – Μπαγλή και έβγα ’πο τη στρώση,
μην είναι τ’ αδερφάκι μου και μας ε θανατώσει.
─ Άιντε, Σωσάννα, κι άνοιξε, κι εγώ μένω στην κλίνη
γιατ’ είν’ ο ύπνος σου γλυκός, να φύγω δε μ’ αφήνει.
Πάει η Σωσάννα κι άνοιξε, θωρεί τον αδερφό τση
─ Σωσάννα, δώσε μου νερό, γιατ’ είμαι διψασμένος
κι από τη στράτα την πολλή είμαι μπαϊλντισμένος.
Παίρνει γυαλένιο μαστραπά και στο πηγάδι γέρνει
κρύο νερό τον γέμισε και στο Γιαννιό το φέρνει.
Γιάννης δεν ήθελε νερό, το μαστραπά δε ’γγίζει
μ’ άγριο βλέμμα τη θωρεί, λιγοθυμιά της δίνει.
─ Άιντε μωρή παλιόσκυλα κι εγώ ήρθα για σένα,
να μη χαρώ τα νιάτα μου, τη μάνα που μ’ εγέννα.
─Ίντα ’ναι αδερφάκι μου, τα λόγια που με καίνε!
Δεν είναι από λόγου σου, μον’ άλλοι σου τα λένε!
─ Για ιδές την την παλιόσκυλα κι ακόμα τι μου λέει,
ομπρός με κάνει κερατά και πίσω πεζεβέγκη!
Χρυσό χατζάριν έσυρε απ’ αργυρό φηκάρι,
μια μαχαιριά της έδωσε εις το ζερβό τζη πλάι.
Σταυρώνει τα χεράκια τζη στην κλίνη και καθίζει,
και με το μαντηλάκι τζη τα δάκρυα σφουγγίζει.
Η μάνα τζη εμίλησε κι ο κύρης τση τση λέει:
─ Ίντά ’χει η Σωσάννα μας και κάθεται και κλαίει;
─ Όνειρο είδα, μάνα μου, πικρό φαρμακωμένο,
πως ήταν τ’ αδερφάκι μου γυμνό, ξεσπαθωμένο.
─ Όνειρο είναι, Σούσα μου, όνειρο, θα περάσει
και τ’ αδερφάκι σ’ το Γιαννιό στα ξένα θα γεράσει.
Και τ’ αδερφάκι σ’ το Γιαννιό στα ξένα που γυρίζει,
γη τα θεριά το φάγανε γη λυγερή τ’ ορίζει.
─ Όνειρο είναι, μάνα μου, όνειρο, θα περάσει
κι η μαχαιριά που μού ’δωσε εκείνη θα μου φτάσει.
Νενέ της μπαίνει και θωρεί, σέρνει φωνή μεγάλη
κι από τη χέρα τη βαστά και στο γιατρό την πάει.
─ Γιατρέ μ’ ας πάνε εκατό, και χίλια πεντακόσια,
Σαρή – Μπαγλής να ’ναι καλά κι ας πάνε άλλα τόσα.
─ Δεν είναι ξέν’ η μαχαιριά, δεν είναι για να γιάνει
μον’ είν’ απ’ τ’ αδερφάκι τζη κι είναι για ν’ αποθάνει .
─ Να πείτε του Σαρή – Μπαγλή κι αν είναι παλληκάρι,
να κάμει το κιβούρι μου όλο μαργαριτάρι
κι απάνω στο κιβούρι μου μιαν κρουσταλένια βρύση
κι απού ’χει αγάπη στην καρδιά, να πίνει να τη σβήσει.
ﻬ
►ΔΥΟ ΠΑΡΑΠΛΗΣΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ.
Α’. Η ΣΟΥΣΑ
Κάθα ταχειά με τη δροσιά π’ ανοίγει το λουλούδι,
αφουκραστείτε να σας πω τση Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσα ήταν όμορφη τση Κρήτης το καμάρι
και ’γάπα το Σαρή Μπαχρή το πρώτο παληκάρι.
Εγάπαν τον κι εγάπαν τη χρόνους δεκατεσσάρους,
μ’ αλήθεια τ’ αδερφάκι τζης ήτανε στσοι Κουρσάρους.
Μια ταχυνή σηκώνεται στην κλίνη τζης καθίζει
και με το μαντιλάκι τζης τα δάκρυα σφουγγίζει.
Ο κύρης τση την ερωτά κι η μάνα τζης τση λέει:
─Ίντά ’χεις Σουσανάκι μου και κάθεσαι και κλαίεις;
─Όνειρο το ’δα μάνα μου, όνειρο το παντέρμο,
πως ήρθε τ’ αδερφάκι μου αγριοσπαθωμένο.
─ Άφηστο κόρη μου στο Θιο, στο Θιο παραδομένο,
να μας το βγάλει η χάρη του καλό κι ευλογημένο.
Τη νύχτα τα μεσάνυχτα οι πετεινοί λαλούσαν,
γροικά κι αυτή στην πόρτα τζης βαριά κακά χτυπούσαν.
─Άφησ’ με δα Σαρή Μπαχρή να πάω να πα’ νοίξω,
μπα να ναι τ’ αδερφάκι μου και κακοθανατίσω.
─Σύρου σκεπάσου λυγερή και σβήσε και το λύχνο
και σ’ άλλη πόρτα κουρκουνούν και σ’ άλλη βγαίν’ ο χτύπος.
Και ξαναδευτερώνουνε και ξανακουρκουνούσαν,
τα χέρια που τη φάγανε και που την τυραννούσαν.
Σύρει κι ανοίγει η λυγερή θωρεί τον αδελφό τζης
κι απού το φόβο τον πολύ εθάμπωσε το φως τσης.
─Καλώς το τ’αδερφάκι μου τ’ αγριοξωρισμένο,
πολύ καιρό ’χω να το δω μαντάτο τ’ ανημένω.
─Βάλε μου αδέρφι μου νερό και διψασμένος είμαι.
κι από τα λόγια των πολλώ δαιμονισμένος είμαι.
Πιάνει λαΐνι φαρφουρί νερό να πα του φέρει
από το πηγαϊδάκι ντους κι απού το κρυγιονέρι.
Δίδει του κείνη το νερό, κείνος νερό δε θέλει,
μ’ άγριο αμάτι τη θωρεί, λόγια κακά τση λέει.
─Ίντά ’χεις Σουσανάκι μου στην κλίνη σου αποκάτω;
Μπροστά μου κάνεις μπουρδελιό και μηδέ κάτεχά το;
─Δεν ξέρω γη νειρεύγεσαι γη πούρι φαίνεταί σου,
θαρρείς πως έκανα κι εγώ τσι πράξεις τσ’ εδικές σου;
Που όλα τα νησιά βαστούν οι αγαπητικές σου;
─Για ξάνει’ μια περιγελού λόγια που μου τα λέει.
Σύρνει το μαχαιράκι του απ’ αργυρό φουκάρι,
ψηλά ψηλά το πέταξε και στην καρδιά τση βάρει.
Παίρνουν τηνε τα κλάηματα και βγαίνει στα σοκάκια
και γούρνιαζε το αίμα τζης χάμαι στα λακκουδάκια.
Κι η μάνα τζης ως να τη δει σύρνει φωνή μεγάλη
και κει ξεπατωθήκανε, μηλιές και αμυγδάλοι.
Κι ως να τη δει ο κύρης τση σύρνει φωνή περίσσια
και κει ξεπατωθήκανε, μηλιές και κυπαρίσσια.
─Γλάκα παιδί μου στου γιατρού να γιάννεις την πληγή σου
κι αν θέλει χίλια γη εκατό δίδει τα ο Μπαχρής σου.
─Γιατρέ και γιάτρεψέ τηνε και μένα την πληγή μου
κι αν θέλεις χίλια ή εκατό δίδει τα ο Μπαχρής μου.
Κι α θέλεις χίλια ή εκατό πάλι και δυο χιλιάδες,
δίδει τα ο Σαρή Μπαχρής δεν είναι χωρατάδες.
Μα στου θανάτου τσι πληγές βοτάνια δε φελούνε,
μηδε γιατροί γιατρεύουνε κι αγίοι δε βοηθούνε.
─Πέστε του του Σαρή Μπαχρή αν είναι παλληκάρι,
να χτίσει το μεζάρι μου σαφή μαργαριτάρι.
Και πέστε του Σαρή Μπαχρή αν είναι κυπαρίσσι,
να χτίσει στο μεζάρι μου μια κρουσταλένια βρύση.
Για να ’ρχουνται οι κοπελιές να λένε τσοι μανέδες,
να λένε «Σουσανάκι μου που ’γάπας τσοι γλεντζέδες.»
ﻭ
►Β’. ΤΗΣ ΣΟΥΣΑΣ ΤΟ ΤΡΑΓΩΔΙΟΝ .
Όποιος και δεν ηγάπησε και θέλει ν’ αγαπήσει,
Να τον εφάγουν τα θεριά ή ποταμός ή βρύση!
Γιατί και η Σούσα η λιγερή, του Κάστρου το καμάρι,
Ηγάπα τον Σαρή Μπαχρήν άνδρα να τον επάρει.
Μιαν Παρασκήν σηκώνεται ’ς το στρώμα της καθίζει,
Και με το γιαγλικά(κι) της τα ’μάτια της σπογγίζει,
Και ο κύρης της την εθωρεί και η μάνα της την λέγει
«Τι έχεις Σουσανάκι μου και κάθεσαι και κλαίγεις;»
«Όνειρον τ’ ονειρεύτηκα το δόλιον το παντέρμον!
Πως είδα τ’ αδελφάκι μου γυμνόν ξεσπαθωμένον,
Και ήτον και το γελέκι του σ’ το αίμα βουτημένον!»
«Άφεστο θυγατέρα μου, ’ς τον Θεόν παραδομένον,
Να σου το βγάλ’ η χάρις του καλόν και ευλογημένον.
«Άφεστο θυγατέρα μου, ’ς ταις στράταις που γυρίζει,
Για ποταμοί το φάγασι, γι’ άλλη κόρη τ’ ορίζει.»
Μια Πέφτ’ αργά τον εκαλεί, τον είχε καλεσμένον,
Η Σούσα τον Σαρή Μπαχρήν και ήτον και πηγαιμένος.
Μέσα ’ς του ύπνου τα γλυκιά ’ς του ύπνου τα κανάκια,
Γρυκά την πόρτα σιγ(αν)ά, και συχνοκροταλούσε,
Τα χέρια οπού την σφάξανε ήτονε και εκτυπούσαν!
Σιγά σιγά τον εξυπνά, σιγά σιγά τον λέγει,
«Ξύπνησε δα Σαρή Μπαχρή, να πάγεις να μισεύσεις,
γιατί θε να ’σαι αφορμή να κακοθανατίσω!»
«Κοιμήσου Σουσανάκι μου, και σβήσε και τον λύχνον,
μ’ αλλού το λέγ’ ο χάρχαλος και αλλού το λέγ’ ο κτύπος.»
Και πάλιν ’ξανακτύπησαν την έρημήν της πόρτα,
τα χέρια που την σφάξανε και απού την θανατώσαν.
«Άμε Σουσή μου και άνοιξε, και ’γώ μβαίνω ’ς την κλίνην,
Γιατ’ η αγάπη σου η πολλή να φύγω δεν μ’ αφίνει.»
«Καλώς το τ’ αδελφάκι μου το πολυξορισμένον,
Όπου βαστά ’ς το χέρι του σπαθάκι ακονισμένον.»
Την σκάλαν της ανέβηκε ’ς την κλινην της καθίζει,
«Άμε Σουσάνα φέρε μου κρύο νερόν απ’ την βρύση,
και από την στράταν την πολλήν αποκαμωμένος είμαι.»
Παίρνει δ’ η Σούσα τον μαστραπάν με τ’ αργυρ’ αλυσίδι,
και από το πηγαδάκι της ’πήγε νερόν να σύρει.
Ρογχαλισώνα ήκουσε ’ς την κλίνην τσ’ αποκάτω,
Το τορναλέτον σήκωσε, ’βρίσκει τον και κοιμάτο.
Πάγει τ’ η Σούσα το νερόν, ’κείνος νερόν δεν πίνει.
Με τ’ άγριον την συντηρά, με τ’ άγριον την λέγει:
«Μωρή ποιος είν’ που κείτεται ’ς την κλίνην σ’ αποκάτω;
Εμπρός μου κάμνεις μπουδελιόν, και ’γω δεν πίστευά το.»
«Νειρεύεσ’ αδελφάκι μου γ’ ή πούρι φαίνεταί σου,
λώπης θαρρείς πως κάμνω ’γω ταις τέχνες ταις ’δικαίς σου;»
«Μωρή και δεν ’νειρεύομαι, μήτε και φαίνεταί μου,
μα με τ’ ομμάτια μου θωρώ και κακοφαίνεταί μου.»
Το χαντζεράκι του ’συρε απ’ αργυρό θηκάρι,
και ’ς τα ψηλά το σήκωσε και ’ς την καρδιάν της φθάνει.
Και από τον τόσον ταραγμόν ’που ’καμε το κορμί της,
εσείσθηκεν η κλίνη της, γρυκά και το πουλί της.
Μόσχον και μοσχοκάρυα μασά και την αχνίζει,
και με το γιαγλικά(κι) της τα αίματα σπογγίζει.
«Άμε πουλί μου ’ς τον γιατρόν γιάτρευσον το κορμί σου,
και όσα φλωριά γυρεύσει τα δίδει τα ο Μπαχρής σου.»
«Άνοιξον μάνα να σου ’πω ένα καλόν χαμπέρι,
για τον υιόν σου τον Γιαννιόν ’που ’λθε απ’ τα πέρα μέρη.»
Και η μάνα της ως να την ’δει, σύρνει φωνήν μεγάλην,
«Άχι, και ποιος σου το ’καμε ετούτονα το χάλι.»
«Μάνα μ’ ο γιος σου ο Γιαννιός από τα πέρα μέρη,
ήλθε και μ’ εμαχαίρωσε και δεν έχεις χαμπάρι.»
«Ας έχει την κατάραν μου καλόν του φυλακτάρι!»
Και ο Κύρης της να την ιδεί σύρνει φωνήν περίσσια,
δέντρα ξερριζωθήκασι μηλιαίς και κυπαρίσσια,
και από την χέρα την ’πιασε, και εις του γιατρού την ’πάγει.
«Γιατρέ μου γιάτρεψέ μου το και ’μένα το παιδί μου,
και αν δε σε σώσουν τ’ άσπρα μου πάρε και την ζωήν μου.»
«Αν ήν περισυνός σεβντάς, μπορεί να τον υγειάνω,
Μ’ αν ην περγιοπερίσυνος, δεν έχω τι σου κάμω,
εις του θανάτου ταις πληγαίς βότανα δε χωρούσι,
μήτε γιατροί γιατρεύουσι, μήτ’ άγιοι βοηθούσι.»
«Μισεύεις Σουσανάκι μου, και ήντα μου παραγγέλλεις;»
«Μισεύω παραγγέλλω σου και αφήνω και κατάρα,
να πάτε να με θάψετε εις την Αγιάν Τριάδα.»