Στην κα Λουίζα δε Ρώση Τυπάλδο 3
ΣΤΙΧΟΙ Στην κα Λουίζα δε Ρώση Τυπάλδο 3
στὴν Κυρὰ ποῦ θὲ νὰ ὑμνήσῃς
ναὔρῃς θέλω ἕνα ψεγάδι·
τρία λεπτὰ καιρὸ σοῦ δίνω,
στερνὰ φεύγω καὶ σ’ ἀφίνω. –
Σὲ τι τρόπο, συλλογιῶμαι,
τέτοια ὑπόθεση θὰ φτιάκω;
Προβατῶ, καθίζω, ξυῶμαι,
παίρνω ἀδιάκοπα ταμπάκο,
γρόθους μὤρχεται νὰ δώσω…
Δύο λεπτὰ περνοῦν ὡστόσο.
Εἰς τὸ ὕστερο, σὰν εἶδα,
πανιασμένος ἀπὸ σκιάξη,
ποῦ ὴ σκληρή μου Ἑλικωνίδα
ἑτοιμάσθη νὰ πετάξῃ,
τῆς ἀδράζω τὸ φουστάνι,
καὶ ἡ παμπόνηρη μοῦ κάνει:
Μὲ κρατεῖς; Λοιπὸν ἐκείνη
ποὖχε πρῶτα ἀγγέλου θέση,
στὸ κακὸ σὰν ὅλους κλίνει; –
– Ὄχι, δά! μὸν τῆς ἀρέσει…
– Ἔλα! μίλειε θαρρετὰ –
– Τῆς ἀρέσει ἡ σκορδαλιά. –
Τότε ἡ Μοῦσα ἀπολογιέται,
δίχως γέλιο κ’ εἰρωνεία:
Ἀπὸ Ἕλληναις γεννιέται
ἡ φιλόσκορδη Κυρία·
τὸ φαΐ ποῦ προτιμάει
χίλιους χρόνους νὰ τὸ φάῃ! –
Ὅσα μοὖπε ἡ θεία κοκκώνα
στὸ τραγοῦδι μου τὰ σμίγω·
καί, ἂν μοῦ πρέπεται κορώνα,
θέλω ἐγώ, γιὰ νὰ ξεφύγω
κάθε ζήλεια καὶ φαοῦρα,
θέλω μία σκορδοκουλοῦρα.