Στον Βόλο Γ
ΣΤΙΧΟΙ Στον Βόλο Γ
μὲ τὴν κανδηλανάφτησα καὶ τὸν κανδηλανάφτη,
νά! κι’ οἱ παπάδες γύρω τους, ἀλλὰ παπάδες πρώτης…
τοὺς βλέπεις καὶ τὸ μάτι τους νομίζεις πὼς ἀστράφτει.
Ὅλοι ντυμένοι κάτασπρα βαστοῦνε εἰς τὰ χέρια
λαμπάδες, Εὐαγγγέλια, ψαλτήρια καὶ τρικέρια.
Νά! τὰ κορίτσια τοῦ σχολειοῦ μὲ ἄσπρα καὶ γαλάζια,
στὰ τρυφερὰ χεράκια των σηκόνουνε μπουκέτα,
κοντά των κι’ ἡ δασκάλισσα γεμάτη ἀπὸ νάζια,
ποὺ λὲς καὶ εἶναι ἕτοιμη ν’ ἀνάψῃ σὰν ρουκέτα.
Νά, καὶ τ’ ἀγόρια… στέκονται στὸ πλάϊ ντροπαλά,
κι’ ὁ δάσκαλος ἀστρονομεῖ καὶ βλέπει στὰ ψηλά.
Νά! κι’ οἱ Ἑβραῖοι ἀπ’ ἐδῶ, μὲ μιὰ ψηλὴ παντιέρα,
μὰ νά! καὶ ὁ Ραββῖνος των μὲ φράκο καὶ κονκάρδα,
μὲ πόζα διπλωματικὴ μᾶς σχίζει τὸν ἀέρα,
καὶ τὸ ψηλὸ καπέλο του φωνάζει σ’ ὅλους «βάρδα».
Εἰς τὰς Ἀθήνας ἔλθετε, ἀγαπητὲ Ραββῖνε,
καὶ διπλωμάτης σὰν καὶ σᾶς κανένας δὲν θὰ εἶναι.
Ἰδοὺ καὶ οἱ Ἀτσίγγανοι, σωστοὶ κοσμοπολῖται!
Βαστοῦν παντιέρα καὶ αὐτοί, νταοῦλι καὶ ζουρνᾶ…
ὦ Ἀθηναῖοι ἔπρεπε καὶ σεῖς νὰ τοὺς ἰδῆτε,
γιὰ τούτους μόνο ἡ ζωὴ ἀξένοιαστη περνᾶ.
Γιὰ νίκαις καὶ γιὰ λευτεριαῖς δὲν δίνουνε πεντάρα·
μόνο νὰ τρῶν, νὰ πίνουνε, κι’ ἡ δόξαις ἄρα μάρα.
Τοῦρκος κανεὶς δὲν φαίνεται ἢ Μπέης μὲς στὸ δρόμο,
καὶ οὔτε μιὰ Χανούμισα ἀφράτη περπατεῖ·
μέσα στὸ Κάστρο κλείστηκαν ἡ ἄμοιραις μὲ τρόμο
σὰν ἄκουσαν πὼς ἔρχονται Ρωμαίϊκοι στρατοί.
Ἀλλὰ γιατί, Χανούμισαις, στὸ Κάστρο νὰ κλεισθῆτε;
ἐλᾶτε στὴν παράτα μας καὶ σεῖς νὰ τὴν ἰδῆτε.
Μὴν τρῶτε στὰ καφάσια σας τὰ τρυφερά σας νιάτα,
ἐμεῖς ἐδῶ ἐρχόμαστε σὰν ἀδελφοὶ καὶ φίλοι,
κι’ ὅρκο βαρύ σᾶς κάνομε στὴν ἀγγουροσαλάτα
πὼς δὲν θὲ νὰ προσβάλλωμε τὴν Ὑψηλή σας Πύλη.
Ὤ! ναί! ἀφῆστε με νὰ μπῶ στοῦ χαρεμιοῦ τὴ σάλα,
κι’ ἀμέσως τὰ παπούτσια μου τ’ ἀφίνω μπρὸς στὴ σκάλα.