Στον Βόλο Ζ
ΣΤΙΧΟΙ Στον Βόλο Ζ
Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε, ἁπλώθηκε σκοτάδι,
καὶ τὰ φανάρια φέγγουνε γεμᾶτα ἀπὸ λάδι.
Ἀνάβουν μούραις καὶ αὐτιά, ἀνάβουν καὶ κεφάλια
ἀνάβουν καὶ τὰ φράγκικα, ἀνάβει καὶ ἡ βράκα,
ἀνάβει κι’ ἡ ἀματωτή τοῦ Σούτσου σακαράκα,
ἀνάβει γῆ καὶ οὐρανός, κι’ ἡ θάλασσα ἀνάβει,
ἀνάβουν κι’ οἱ ἐλεύθεροι, ἀνάβουνε κι’ οἱ σκλάβοι.
Παντοῦ φωτιὰ καὶ μπούλμπερη καὶ μπόλικα φυτήλια,
κι’ ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν ἀνάβουν τὰ καντήλια,
Ἀλλ’ ὅμως μὴν τρομάζετε, καὶ τὸ δικό μας κράτος
μοῦ φαίνετ’ ἀπαράλλακτο τοῦ Μωϋσῆ ἡ βάτος.
Ὡσὰν κι’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνας ἐκαίετο κι’ ἐκείνη,
χωρὶς καθόλου νὰ καῇ καὶ στάκτη ν’ ἀπομείνῃ.
Ἐδῶ ρουκέταις καίονται καὶ παραπέρα μύλοι…
ποῦ εἶναι τώρα νὰ τὰ δῇ καὶ τῆς Τουρκιᾶς ἡ Πύλη!
Σκάσε, Χαμίτ, στὰ πήραμε χωρὶς μιὰ στάλα αἷμα,
καὶ τώρα θὰ τὸ κάψωμε… λοιπὸν φωτιὰ στὸ Στέμμα.
Καὶ νά! τὸ Στέμμα καίεται… Ζήτω, ἀδέλφια, πάλι,
καὶ ἂς καοῦνε γρήγορα κι’ οἱ μύλοι μας οἱ ἄλλοι.
Τι τοὺς φυλᾶτε; δώσετε φωτιὰ καὶ εἰς ἐκείνους,
μὴ φαίνεσθε τσιφούτηδες καὶ σεῖς σὰν τοὺς Ραββίνους,
γαλάζια, ἄσπρα, κόκκινα, κι’ εὐθὺς κτυποῦν τὰ χέρια,
καὶ βγαίνουν ἀπ’ τὰ στόματα μιὰ πιθαμὴ ἡ γλώσσαις…
τώρα θὰ πέσουν μονομιὰ ρουκέταις πεντακόσαις…
Νά! Νά! κι’ οἱ μύλοι καίονται, καὶ βγάζουνε ἀστέρια.
Κράκ, κρούκ, φούτς, φίσς, ἐπέταξαν καὶ πᾶνε στὸν ἀέρα
ὅλος ὁ κόσμος ἔλαμψε καὶ ἔγινε ἡμέρα.
Ἄιντε, Βολιώταις, κάφτε το, καὶ ἔχομε εἰρήνη,
ὁ Βόλος τώρα ἂς γενῇ τὸ φλογερὸ καμίνι,
καὶ μάλιστα, ἂν θέλετε, καὶ σεῖς καῆτε ὅλοι,
νὰ φθάσῃ ἡ ἀναλαμπὴ ὡς πέρα εἰς τὴν Πόλι,
νὰ τὴν κυττάξῃ ὁ Χαμίτ, ποὺ τόσο μᾶς παιδεύει,
κι’ ἀπὸ τὴ φοῦρκα τὴν πολλὴ ταμπλᾶς νὰ τοῦ κατέβῃ.
Μὰ ἕνας σεβνταλῆς βρακᾶς, δὲν ξέρω πῶς τοῦ φάνη,
φωτοχυσία ἤθελε στὰ γένεια μου νὰ κάνῃ,
κι’ ἂν λίγο δὲν τραβειόμουνα – ὦ φρίκη καὶ μανία! –
θὰ τἄκανε στὴ λευθεριὰ ἑσπερινὴ θυσία.
καὶ τὰ φανάρια φέγγουνε γεμᾶτα ἀπὸ λάδι.
Ἀνάβουν μούραις καὶ αὐτιά, ἀνάβουν καὶ κεφάλια
ἀνάβουν καὶ τὰ φράγκικα, ἀνάβει καὶ ἡ βράκα,
ἀνάβει κι’ ἡ ἀματωτή τοῦ Σούτσου σακαράκα,
ἀνάβει γῆ καὶ οὐρανός, κι’ ἡ θάλασσα ἀνάβει,
ἀνάβουν κι’ οἱ ἐλεύθεροι, ἀνάβουνε κι’ οἱ σκλάβοι.
Παντοῦ φωτιὰ καὶ μπούλμπερη καὶ μπόλικα φυτήλια,
κι’ ἀρσενικῶν καὶ θηλυκῶν ἀνάβουν τὰ καντήλια,
Ἀλλ’ ὅμως μὴν τρομάζετε, καὶ τὸ δικό μας κράτος
μοῦ φαίνετ’ ἀπαράλλακτο τοῦ Μωϋσῆ ἡ βάτος.
Ὡσὰν κι’ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνας ἐκαίετο κι’ ἐκείνη,
χωρὶς καθόλου νὰ καῇ καὶ στάκτη ν’ ἀπομείνῃ.
Ἐδῶ ρουκέταις καίονται καὶ παραπέρα μύλοι…
ποῦ εἶναι τώρα νὰ τὰ δῇ καὶ τῆς Τουρκιᾶς ἡ Πύλη!
Σκάσε, Χαμίτ, στὰ πήραμε χωρὶς μιὰ στάλα αἷμα,
καὶ τώρα θὰ τὸ κάψωμε… λοιπὸν φωτιὰ στὸ Στέμμα.
Καὶ νά! τὸ Στέμμα καίεται… Ζήτω, ἀδέλφια, πάλι,
καὶ ἂς καοῦνε γρήγορα κι’ οἱ μύλοι μας οἱ ἄλλοι.
Τι τοὺς φυλᾶτε; δώσετε φωτιὰ καὶ εἰς ἐκείνους,
μὴ φαίνεσθε τσιφούτηδες καὶ σεῖς σὰν τοὺς Ραββίνους,
γαλάζια, ἄσπρα, κόκκινα, κι’ εὐθὺς κτυποῦν τὰ χέρια,
καὶ βγαίνουν ἀπ’ τὰ στόματα μιὰ πιθαμὴ ἡ γλώσσαις…
τώρα θὰ πέσουν μονομιὰ ρουκέταις πεντακόσαις…
Νά! Νά! κι’ οἱ μύλοι καίονται, καὶ βγάζουνε ἀστέρια.
Κράκ, κρούκ, φούτς, φίσς, ἐπέταξαν καὶ πᾶνε στὸν ἀέρα
ὅλος ὁ κόσμος ἔλαμψε καὶ ἔγινε ἡμέρα.
Ἄιντε, Βολιώταις, κάφτε το, καὶ ἔχομε εἰρήνη,
ὁ Βόλος τώρα ἂς γενῇ τὸ φλογερὸ καμίνι,
καὶ μάλιστα, ἂν θέλετε, καὶ σεῖς καῆτε ὅλοι,
νὰ φθάσῃ ἡ ἀναλαμπὴ ὡς πέρα εἰς τὴν Πόλι,
νὰ τὴν κυττάξῃ ὁ Χαμίτ, ποὺ τόσο μᾶς παιδεύει,
κι’ ἀπὸ τὴ φοῦρκα τὴν πολλὴ ταμπλᾶς νὰ τοῦ κατέβῃ.
Μὰ ἕνας σεβνταλῆς βρακᾶς, δὲν ξέρω πῶς τοῦ φάνη,
φωτοχυσία ἤθελε στὰ γένεια μου νὰ κάνῃ,
κι’ ἂν λίγο δὲν τραβειόμουνα – ὦ φρίκη καὶ μανία! –
θὰ τἄκανε στὴ λευθεριὰ ἑσπερινὴ θυσία.
Στίχοι για το τραγούδι Στον Βόλο Ζ του έτους σε στίχους Γεώργιος Σουρής και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .