Στο καφεκοπτείο
ΣΤΙΧΟΙ Στο καφεκοπτείο
Πρότεινε δυο-τρία κέρματα,
χάλκινα όλα.
«Τόσο, όσο αυτά, δε βλέπω και καλά, παιδί μου»,
μικρή ντροπή του στράβωνε το στόμα.
«Τα βλέπεις;» πήρε να κλίνει η πωλήτρια το ρήμα
κλείνοντάς μου το καφέ της μάτι.
Ο διπλανός μου κάνει πως δε βλέπει,
μπορεί και να μη βλέπει κιόλας.
Φορούσε ο γέροντας παπούτσια αταίριαστα.
Ανάθεμα, είπα, στον δρόμο πάλι ο παππούς μου
με τα σανδάλια του λιωμένα;
Δε φτάνει που περπάτησε ως το τέρμα
τριών χιλιάδων χρόνων;
Δε φτάνει που ο γιος του τον κουβάλησε
μ’ αρβύλες ματωμένες απ’ τα σύνορα;
Δε φτάνει που μαζί τους ο εγγονός
προσμέτρησε άγονα νησιά
με πέλματα μες στα κουρέλια;
Ποτέ δε θα τελειώσει
ο δρόμος των σκισμένων παπουτσιών;
Και τι συναίσθημα ταιριάζει εδώ;
Η λύπη είναι μαλθακή κι ηττοπαθής,
εδώ θέλει συναίσθημα αιχμηρό,
σαν τις ρομφαίες που κρατούν οι γυναικείες μορφές
στα πατριωτικά ποιήματα,
όμως δε γράφονται καθόλου τέτοια
στην εποχή μας.
χάλκινα όλα.
«Τόσο, όσο αυτά, δε βλέπω και καλά, παιδί μου»,
μικρή ντροπή του στράβωνε το στόμα.
«Τα βλέπεις;» πήρε να κλίνει η πωλήτρια το ρήμα
κλείνοντάς μου το καφέ της μάτι.
Ο διπλανός μου κάνει πως δε βλέπει,
μπορεί και να μη βλέπει κιόλας.
Φορούσε ο γέροντας παπούτσια αταίριαστα.
Ανάθεμα, είπα, στον δρόμο πάλι ο παππούς μου
με τα σανδάλια του λιωμένα;
Δε φτάνει που περπάτησε ως το τέρμα
τριών χιλιάδων χρόνων;
Δε φτάνει που ο γιος του τον κουβάλησε
μ’ αρβύλες ματωμένες απ’ τα σύνορα;
Δε φτάνει που μαζί τους ο εγγονός
προσμέτρησε άγονα νησιά
με πέλματα μες στα κουρέλια;
Ποτέ δε θα τελειώσει
ο δρόμος των σκισμένων παπουτσιών;
Και τι συναίσθημα ταιριάζει εδώ;
Η λύπη είναι μαλθακή κι ηττοπαθής,
εδώ θέλει συναίσθημα αιχμηρό,
σαν τις ρομφαίες που κρατούν οι γυναικείες μορφές
στα πατριωτικά ποιήματα,
όμως δε γράφονται καθόλου τέτοια
στην εποχή μας.
Στίχοι για το τραγούδι Στο καφεκοπτείο του έτους σε στίχους Χαρά Πρεβεδώρου και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .