Το λιοντάρι της Δρέστης Ι
ΣΤΙΧΟΙ Το λιοντάρι της Δρέστης Ι
τον ερχομό μιας Αποκάλυψης παρενδυμένης τον πιο ασυνάρτητο θρίαμβο,
τη συγκατοίκηση της τρομακτικής νοσταλγίας με το ανοίκειο.
Κάτω από τ’ αποχρονισμένα ρολόγια και ανάμεσα στα κλίτη τού κενού
–ένα κόκκινο αδιαπέραστο σύννεφο δένει στα κρόσσια του τα λείψανα
ενός παιδικού ποδηλάτου·
δεν είναι χώρος εδώ παρά μονάχα σάρκα και στόματα που δονούνται ακόμη ζωντανά·
ό,τι σώθηκε από μια πολιτεία καθρεφτισμένο
στ’ ανερμάτιστα νερά των ποταμών,
στις υψηλές θερμοκρασίες τού εξαντλημένου αέρα,
σ’ αυτές τις πυρίμαχες λέξεις που πλέκονται σαν γαμήλια κόμη:
ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΑΙΜΑ, ΛΥΠΗ, ΙΔΡΩΤΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ1
ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΘΑΝΑΤΟ
Εσάς, ποιος;
Ποιος υπόσχεται το ενδιάμεσο μέλλον,
το μέλλον που ήδη κρέμεται ξεφτίδι στο παρόν;
Μπροστά σε ποιον θα κλείσετε τα μάτια σας,
μετέχοντας στο παιχνίδι τού τραχήλου που γέρνει στο χείλος μιας κενόδοξης αβύσσου,
μαθαίνοντας πως το κάθετο φως δεν μπορεί να σκιάσει καμιά δυνατότητα;
Ρημαγμένο τοπίο τής νίκης σας,
θραύσματα σφηνωμένα στις μορφές που κοσμούν τους πυλώνες τού νείκους·
ένας άντρας εχθρός κυλά τον τροχό,
στρέφει ανάποδα τη βαρύτητα των κρεμασμένων·
ο ίδιος εκείνος εχθρός,
πρόσωπο δίδυμο στο εκμαγείο τής κρίσης,
λάμψη τού άρματος που πετρώνει την όψη του·
όχι ο εχθρός μα η αξεχώριστη όψη,
ο τρόμος μιας ρητορικής που εξιλεώνει τη γλωσσική της έπαρση
με την πραγμάτωσή της:
ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ.
ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ,
τα ομόκεντρα γρανάζια που γυρνούν μέσα στη μία λαίλαπα μιαν άλλη.
Τη νύχτα όλα γίνονται κατάληξη κι αιθάλη·
ένας άγγελος προ της ζωής,
καθόλου ουρανός·
καθετί που έχει εξαγγείλει
βρίσκεται κιόλας στη θέση του.