Το μυρμήγκι
ΣΤΙΧΟΙ Το μυρμήγκι
όλ’ οι γεωργοί
και θερίζουν κι αλωνίζουν
ό,τι δώσ’ η γη.
Και γι’ αυτό που αποκτούνε,
λίγο ή πολύ,
τον Θεόν ευχαριστούνε
με καρδιά καλή.
Και απ’ ό,τι κι αν τρυγήσουν,
κάθε εποχή,
κάτι χάμω θε ν’ αφήσουν,
ναύρουν κ’ οι φτωχοί.
Μόνον ένας δε δουλεύει,
δεν καλλιεργεί
τους καρπούς όπου γυρεύει
να του δώσ’ η γη.
Κι ό,τι παίρν’ απ’ τον αγρό του,
ό,τι κι’ αν τρυγά,
δεν δοξάζει τον Θεό του,
δεν τον ευλογά.
Μόνο κλέφτει με μεγάλη
πάντ’ αχορταγιά
κι’ ό,τι παραιτούν οι άλλοι
στην φτωχολογιά.
Μια το βλέπει, δυο το βλέπει
ο Δημιουργός .—
Μέσ’ στην Κτίση του δεν πρέπει
τέτοιος γεωργός!
Γι’ αυτό, `πίσω του λαμβάνει
γνώση και ψυχή
και μυρμήγκι τόνε κάνει
μέσ’ στην εξοχή.
Για τροφή του χρησιμεύουν
τώρα μοναχά
τα σπυριά που περισσεύουν
από τα φτωχά.
Όμως, αν κ’ ετιμωρήθη
τόσο δα φρικτά,
η κλεψιά του εκολλήθη,
δεν την παραιτά!