Το παράπονο της Ιφιγένειας
ΣΤΙΧΟΙ Το παράπονο της Ιφιγένειας
σε μια ξανθή γελούμενη αμμουδιά
να γράφεις τη στερνή σελίδα
όντας χτίζανε πύργους τα παιδιά.
Κι ήρθαν στο νου τα χρόνια εκείνα,
που `μοιαζε η πλάση με δροσοπηγή.
Κρυφομιλούσαν οι καρδιές σαν κρίνα
Κι έπεφταν περιστέρια στη σιγή.
Κυκλάμινα, ζουμπούλια κι ανεμώνες
έφερνες στην ποδιά μου αγκαλιές,
μετρούσες μ’ ασφοδίλια τους αιώνες,
στου Θορικού τις γκριζωπές πλαγιές.
Πρωτομαγιά στο Λαύριο, στη Βραυρώνα
θυμάμαι, εκεί στων άρκτων τη στοά,
στη μεσιανή μαρμάρινη κολόνα:
«Της Ιφιγένειας το παράπονο βοά,
τ’ ακούς»- μου `λεγες τρυφερά στ’ αυτί-
«που όσο πέφτει η μέρα δυναμώνει;
Πίσω απ’ το βράχο, λένε, έχει θαφτεί,
όπου φυτρώνει μια μικρή ανεμώνη…»
Τώρα στο Θορικό έχουν βλαστήσει
νεράγκαθα. Και στη Βραυρώνα
τους κίονες στη θλίψη έχουν βυθίσει
οι Φράγκοι του αμαρτωλού αιώνα.