Το Πραιτώριο
ΣΤΙΧΟΙ Το Πραιτώριο
αυτή την ασήκωτη δικαστική τήβεννο;
Μ’ έσυραν έξω από της μοναξιάς μου το ενδιαίτημα
και μ’ ανέβασαν εντελώς αναπάντεχα
στην απότομη σκάλα του μεγάλου πραιτωρίου.
Μου `δωσαν στο ένα χέρι να κρατώ μια ζυγαριά,
για να ξεχωρίζω τους “εξαίρετους”απ’ τους “σημαντικούς”.
Μου `βαλαν στο άλλο μου χέρι ένα σπαθί,
για να καρατομήσω, δίχως έλεος, τους “ασήμαντους”.
Όμως είχαν παραλείψει να μου δώσουν τη νομολογία
και της Ιστορίας της Ελληνικής Λογοτεχνίας.
Εκείνη έχει την πείρα της αλάνθαστης δικαιοσύνης.
Κάποτε υποβιβάζει τους “εξαίρετους”.
Κάποτε διαγράφει τους “σημαντικούς”.
Κάποτε τυχαίνει να προάγει τους “ασήμαντους”.
Πώς λοιπόν να μεταχειρισθώ τα στυγνά τούτα
όργανα της ανθρώπινης δικαιοσύνης;
Σ’ όλη μου τη ζωή δεν είχα κάμει άλλο,
παρά να ζυγιάζω μοναχά τη δική μου συνείδηση,
να καρφώνω το σπαθί της μοναχά στην καρδιά μου.
Η ζυγαριά τούτη δεν είναι για να ξεχωρίζει
το ειδικό βάρος των μελανωμένων χειρογράφων.
Είναι για να ζυγίζει μοναχά τις καρδιές,
που σημάδεψαν μ’ αίμα τα γραμμένα κείμενα.
Για να μετρά τα γεροντικά δάκρυα των ποιητών,
που δε γνώρισαν τη δόξα της μεγάλης αγοράς.
Και το σπαθί είναι όργανο μοναχά αυτοκτονίας,
στη μεγάλη κρίση της δικής μας συνείδησης.
Παρακαλώ, βοηθήστε με να κατεβώ
απ’ το πραιτόριο τούτο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Πάρτε απ’ τους κυρτούς μου ώμους
τον ασήκωτον αυτόν δικαστικό μανδύα.
Αφήστε με να γυρίσω στο καταφύγιο της μοναξιάς μου.
Καταθέτω στα πόδια της άλλης δικαιοσύνης
τα αμείλικτα όργανα της “συννόμου κρίσεως”.
Συγχωρήστε με, αδελφοί μου, που κατέχετε
τους πρόσκαιρους τίτλους των “εξαίρετων”,
των “σημαντικών”και των “ασήμαντων”.
Συγχωρήστε με, προ πάντων εσείς, Κύριε Υπουργέ
του Πολιτισμού και των Επιστημών.