Το προαίσθημα
ΣΤΙΧΟΙ Το προαίσθημα
τα πεύκα, που βογγίζουνε
φουρτούνα σκούζει στα νερά
και κυματούν κι’ αφρίζουνε.
Ήλθ’ ο χειμώς και σέρνει
τα φύλλ’ απ’ τα κλαδιά
κι’ ανήσυχη μου δέρνει
τα στήθια η καρδιά.
Γιατ’ έχω γυιό στην ξενιτιά—.
Καιρούς που δεν μ’ εμήνυσε!
Καιρούς τηρώ μ’ αχνή ματιά
την στράτα που ξεκίνησε!
Κ’ εψές αργά τον είδα
σε όνειρο βαθύ
—την υστερνή μ’ ελπίδα—
σαν να `χε `πανδρευθεί
η νύφη, σκέλεθρο γριά,
είχε σαν σπίθες βλέμματα,
χλωμά δαχτύλια, μακριά
και μέσ’ στα νύχια γαίματα!
Τον σύντεκνο του κάνει,
του κάνει τον παππά,
και βιαστικά τον πιάνει
και παίρνει τον, και πα!
Σ’ ένα παλάτι τον τραβά—
δυο τρεις τους απαντέχουνε.
Στα χέρια όργανα βουβά,
τα δάκρυά τους τρέχουνε.
Διαβαίνει το ζευγάρι,
το λεν “ώρα καλή!”
Κ’ ένα τσαπί και φτυάρι
το πόρταλο σφαλεί!…
Θεέ μου! Κλαίγω και θρηνώ,
‘σπλαχνίσου την ταλαίπωρη
και φύλαγέ μου τ’ ορφανό
στην ξενιτιά την άπορη!
Και δώσε να φιλήσω
τ’ αγόρι μου ξανά,
πριν ή για πάντα κλείσω
τα μάτια μου τ’ αχνά!
Γιατ’ είναι μόνο κι’ ακριβό,
και το `χω μάθει γράμματα
και ζω, κ’ ελπίζω και τραβώ
τα βαρετά γεράματα,
—σαν μ’ άφηκες `δώ κάτου
σαν γιώτα μοναχή—
να βρω στην αγκαλιά του
ολίγ’ αναψυχή.—
Κάποιος στην θύρα της χτυπά!—
Δυο λόγια της εγράψανε
χωρίς `βαγγέλιο και παππά
τ’ αγόρι της το `θάψανε!..
Δεν `πρόφθασε να πάρει
την είδησ’ η πικρή,
‘σωριάσθ’ αχνό κουφάρι
κι’ απέμεινε νεκρή!