Το τραγούδι της θλίψης
ΣΤΙΧΟΙ Το τραγούδι της θλίψης
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
υγείας χρώμα φυσικό από χείλη κοραλλένια;
μ’ ερύθημα παρθενικό ποθείς
να βάψεις λευκά ρόδα;
ή μήπως είν’ το χέρι σου, υγρό από τη δροσιά,
π’ αγγίζει τ’ ακροδάχτυλα του ανθού της μαργαρίτας;
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
πάθος που αστράφτει η φλόγα του από μάτι γερακίνας
για να χαρίσεις σπίθας φως μήπως στη λαμπηδόνα;
ή κάποιο βράδυ αφέγγαρο,
σ’ ακρογιαλιές σειρήνων,
τη γοργοκίνητη, αλμυρή θάλασσα για να βάψεις;
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
από γλώσσα που θρηνεί απαλόηχα τραγούδια;
για να δώσεις την ωχρήν εσπέρα
στ’ αηδόνι, και να τ’ ακούς
σαν η δροσιά πέφτει
το βράδυ-βράδυ;
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
την αλαφροθυμιά από τη χαρά του Μάη;
Την πασχαλίτσα ο εραστής ποτέ δε θα πατήσει
-κι’ απ’ τη νύχτα ως την αυγή χορεύει;-
ούτε και χαμολούλουδα
που ναι ιερά για σένα,
όσο κι αν εκείνος ήθελε
στο γλέντι να ξεδώσει.
Τη θλίψη
αποχαιρέτησα
και σκέφτηκα μακριά απ’ αυτήν να φύγω΄
ωστόσο εκείνη με αγαπάει ακούραστα
κι’ είναι τόσο καλή και σταθερή σε μένα΄
Θα την ξεγέλαγα και θα την άφηνα,
μα είναι τόσο σταθερή, τόσο καλή σε μένα.
Κάτω απ’ τις φοινικιές στην ακροποταμιά
κάθισα κι έκλαψα-και σ’ όλον τον πλατύ τον κόσμο
κανένας δε με ρώτησε γιατί έκλαψα-
Κι εγώ συνέχισα το κλάμα μου
κι’ έτσι των νούφαρων τις κούπες γέμισα
με δάκρυα, που την παγωνιά των φόβων μου είχαν.
Κάτω απ’ τις φοινικιές, στην ακροποταμιά
εκάθισα και θρήνησα, σα νύφη ερωτευμένη
που τη ξεγέλασε εραστής από τα σύννεφα.
Όμως, παγίδες μοναχά και σάβανα
κάτω απ’ τις φοινικιές τις σκοτεινές, στην ακροποταμιά;
γιατί δανείζεσαι
υγείας χρώμα φυσικό από χείλη κοραλλένια;
μ’ ερύθημα παρθενικό ποθείς
να βάψεις λευκά ρόδα;
ή μήπως είν’ το χέρι σου, υγρό από τη δροσιά,
π’ αγγίζει τ’ ακροδάχτυλα του ανθού της μαργαρίτας;
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
πάθος που αστράφτει η φλόγα του από μάτι γερακίνας
για να χαρίσεις σπίθας φως μήπως στη λαμπηδόνα;
ή κάποιο βράδυ αφέγγαρο,
σ’ ακρογιαλιές σειρήνων,
τη γοργοκίνητη, αλμυρή θάλασσα για να βάψεις;
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
από γλώσσα που θρηνεί απαλόηχα τραγούδια;
για να δώσεις την ωχρήν εσπέρα
στ’ αηδόνι, και να τ’ ακούς
σαν η δροσιά πέφτει
το βράδυ-βράδυ;
Θλίψη,
γιατί δανείζεσαι
την αλαφροθυμιά από τη χαρά του Μάη;
Την πασχαλίτσα ο εραστής ποτέ δε θα πατήσει
-κι’ απ’ τη νύχτα ως την αυγή χορεύει;-
ούτε και χαμολούλουδα
που ναι ιερά για σένα,
όσο κι αν εκείνος ήθελε
στο γλέντι να ξεδώσει.
Τη θλίψη
αποχαιρέτησα
και σκέφτηκα μακριά απ’ αυτήν να φύγω΄
ωστόσο εκείνη με αγαπάει ακούραστα
κι’ είναι τόσο καλή και σταθερή σε μένα΄
Θα την ξεγέλαγα και θα την άφηνα,
μα είναι τόσο σταθερή, τόσο καλή σε μένα.
Κάτω απ’ τις φοινικιές στην ακροποταμιά
κάθισα κι έκλαψα-και σ’ όλον τον πλατύ τον κόσμο
κανένας δε με ρώτησε γιατί έκλαψα-
Κι εγώ συνέχισα το κλάμα μου
κι’ έτσι των νούφαρων τις κούπες γέμισα
με δάκρυα, που την παγωνιά των φόβων μου είχαν.
Κάτω απ’ τις φοινικιές, στην ακροποταμιά
εκάθισα και θρήνησα, σα νύφη ερωτευμένη
που τη ξεγέλασε εραστής από τα σύννεφα.
Όμως, παγίδες μοναχά και σάβανα
κάτω απ’ τις φοινικιές τις σκοτεινές, στην ακροποταμιά;
Στίχοι για το τραγούδι Το τραγούδι της θλίψης του έτους σε στίχους John Keats και σύνθεση Αμελοποίητα από το album .