Το χάραμα
ΣΤΙΧΟΙ Το χάραμα
βουβά διαβαίνει
λιώνουν στα χέρια της αργά
τα μάγια, πού όλο υφαίνει, υφαίνει
κι η Ροδομάγουλη ξυπνάει
και κυνηγήτρα
κόρη, τη Λάμια κυνηγάει
με ρόδα, που κρατεί, και κίτρα.
Πέρα στον ξάστερο ουρανό
χρυσούς απλώνει
πέπλους η κόρη − ως το βουνό
φτάνουν τα κρόσσια της κι η ζωνη.
Φιλεί μ’ ανάβλεμμα γλαρό
τον Παρθενώνα
φλόγινο στέφανο κι ιερό
πλέκει στην κάθε του κολόνα
και στου πελάου τη θαμπερή
πλάκα έχει στρώσει
τα ολόδροσα πού λαχταρεί
μαγνάδια η νύφη να στεγνώσει
ξυπνάει τ’ αγέρι, που βαθιά
στου κάμπου κάτου
‘νειρεύονταν την αγκαλιά
ροδόκρινο το ξύπνημά του.
Τώρα στα φύλλα τραγουδεί
να τα ξυπνήσει
κάθε ανθοστολιστο κλαδί
το φίλημά του να φιλήσει
και τα πουλιά στη σκοτεινή
και τρομασμένη
κλίνη θ’ αφήσουν τη στερνή
λαχτάρα, πού τ’ αλυσοδένει.
Κρυφομιλήματα γλυκά
ταιριάζουν πάλι
παράπονα, όνειρα κακά
θέλει καθένα τους να ψάλει.
Μα φεύγουν τα όνειρα μαζί
με το σκοτάδι
κ’ η αγάπη ν’ αγαπάει, να ζει
μόνο θυμάται ως τ’ άλλο βράδυ.
Διώχνει κάθε ήχος χαρωπός
ήχο θλιμμένον
κάθε γοργόφτερος σκοπός
δειλόν σκοπό κι αρρωστημένον.
Κ’ είναι η χαρά για τις χαρές,
που φέρνει η μέρα
κ’ η θλίψη για τις ισκιερές
ώρες που σβήνουν στον αιθέρα
κι είναι η χαρά για την Αυγή,
ξανθή παρθένα,
που διαλαλεί σ’ όλη τη γη
μ’ άνθη τριγύρω σκορπισμένα.
Τον Ήλιο τον τριπόθητο
και βασιλιά της
που ακολουθει ως τον Υμηττό
πάντα την άφταστη αγκαλιά της.