Τρεις φίλοι
ΣΤΙΧΟΙ Τρεις φίλοι
ανταμώσαμε τρεις, χαρά και νιάτα,
στ’ αθάνατα Παρίσια, νικητάδες,
ζωντανοί σε μιλιούνια σκοτωμένους.
Χεροπιασμένοι πήραμε τη στράτα
της Λευτεριάς, της Ομορφιάς κι Αλήθειας.
Το ξέραμε, δε βγαίνει. Ήταν γεμάτα
θανάτους πλερωμένους τα περάσματα.
Μια φάρα, σ’ όποια θάλασσα, όποια χώρα,
οι Αφέντες, νικητάδες, νικημένοι.
Κι ωστόσο προχωρουσαμε αεράτοι
βιαστικά να προφτάσουμε το Μέλλον…
Άξαφνα νιώθω μοναξιά και κρύο.
Κοιτάω, πισωδρομούσατε ξανά
στη ζεστασιά της σάπιας πολιτείας
όπου τρώγει ένας τον άλλονε, κι οι πράξες
αλλιώς είναι κι αλλιώς τις μόλογάνε.
Γνωστέψατε νωρίς αρχή σοφίας:
ντροπή καμιά σ’ αντρόπιαστο ντοβλέτι.
Φτύνε τα πάντα και τον εαυτό σου!
Ξεχαστήκαμε. Ο Χάρος δε μας ξέχασε,
μας πήρε τον καθένα χωριστά.
Εσάς με τάφο και σταυρό κι ονόματα,
κι αφορεσμένος κι άταφος εγώ.
Αλλ’ όντας σκούζουν, νύχτα, οι χειμωνιάτες
ανέμοι και σαρώνουν τα μουγγά
τα χώματα των τάφων και τα γράμματα,
ο λάκκος ο δικός μου θα φωνάζει:
“Την ψεύτρα ζήση αληθινά την έζησα,
μα πηδώντας τη λάσπη εσακατεύτηκα!”