Τ’ όνειρο
ΣΤΙΧΟΙ Τ’ όνειρο
«Εψές μάνα, τ’ αποβραδύ οπού γλυκά κοιμόμουν
είδα στον ύπνο μου πικρόν όνειρο φοϊσμένον.
Μου φάνηκε πως ήμουνα στου ποταμού τες άδρες*
κιεκάθουμουν στα όμορφα κάτασπρα γόνατά σου.
Κ΄εκεί όπου μ΄εψείριζες απ΄το βουνόν εβγήκεν
ένα θεριόν ανήμερον με μαύρο-μαύρο στόμα
κιεμούγκριζε κιεξέρναγεν αίμα πολύ και μαύρο.΄
‘Πο τες πολλές του τες φωνές έπεσε το γιοφύρι,
κιεμείς αφύαμεν ευτύς πάνου εις έναν βράχο
κιετρέμαμεν, κιετρέμαμεν να μη μας φα το τέρας.
Ύστερις βγήκεν άγριο στα χώματα κι αππήδα.*
Έτρεμε η γης μανούλα μου, κιοι βρύσες εστερέψαν,
και τα πουλιά ψοφήσασιν `πο τον πολύν τον φόον.
Στην αγκαλιά σου μ΄εσφιγγες κιέκλαιες και μ΄εφίλας.
Ύστερις είδαμ’ το θεριόν ν΄ανοίξη τα φτερά του
και σαν ατός να πεταχτή ψηλά και να βογκάη.
Χτυπά τη μαύρην του νουράν και σούρνεται κοντά μας.
Φωνάζω «μάνα μου γλυκιά», μά `σουνε λιγωμένη.*
Τρίβω τ΄αστήθια σου, κιεκεί π΄αρκίνας ν’ ανασαίνης
πάνω σουν ήρτεν το θεριό και σ΄έφα’ έναν βούκκο.*
Είδες το μαύρον όνειρον και το συντρομαχμένον!…
Θυμούμαι, σύντας* σ΄άρπαξε, πήρα τα όρη βούρα, *
και οι φωνές μου κόφτασι την έρημιάν του κόσμου.»
είδα στον ύπνο μου πικρόν όνειρο φοϊσμένον.
Μου φάνηκε πως ήμουνα στου ποταμού τες άδρες*
κιεκάθουμουν στα όμορφα κάτασπρα γόνατά σου.
Κ΄εκεί όπου μ΄εψείριζες απ΄το βουνόν εβγήκεν
ένα θεριόν ανήμερον με μαύρο-μαύρο στόμα
κιεμούγκριζε κιεξέρναγεν αίμα πολύ και μαύρο.΄
‘Πο τες πολλές του τες φωνές έπεσε το γιοφύρι,
κιεμείς αφύαμεν ευτύς πάνου εις έναν βράχο
κιετρέμαμεν, κιετρέμαμεν να μη μας φα το τέρας.
Ύστερις βγήκεν άγριο στα χώματα κι αππήδα.*
Έτρεμε η γης μανούλα μου, κιοι βρύσες εστερέψαν,
και τα πουλιά ψοφήσασιν `πο τον πολύν τον φόον.
Στην αγκαλιά σου μ΄εσφιγγες κιέκλαιες και μ΄εφίλας.
Ύστερις είδαμ’ το θεριόν ν΄ανοίξη τα φτερά του
και σαν ατός να πεταχτή ψηλά και να βογκάη.
Χτυπά τη μαύρην του νουράν και σούρνεται κοντά μας.
Φωνάζω «μάνα μου γλυκιά», μά `σουνε λιγωμένη.*
Τρίβω τ΄αστήθια σου, κιεκεί π΄αρκίνας ν’ ανασαίνης
πάνω σουν ήρτεν το θεριό και σ΄έφα’ έναν βούκκο.*
Είδες το μαύρον όνειρον και το συντρομαχμένον!…
Θυμούμαι, σύντας* σ΄άρπαξε, πήρα τα όρη βούρα, *
και οι φωνές μου κόφτασι την έρημιάν του κόσμου.»
Στίχοι για το τραγούδι Τ’ όνειρο του έτους σε στίχους Παραδοσιακό και σύνθεση Παραδοσιακό από το album .