Υπό τη βασιλικήν δρυν – 2008
ΣΤΙΧΟΙ Υπό τη βασιλικήν δρυν – 2008
Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ούς, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ’ έθελγε, μ’ εκήλει, μ’ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν’ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν’ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν’ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας… Και αν δεν μ’ εδέχετο, και αν μ’ απέβαλλεν από το σώμα της, και μ’ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Επόθουν, αλλ’ η συνοδία των οικείων μου, μεθ΄ών ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δε θα ήθελε να μοι το επιτρέψει. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 1866, καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί· — ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου δια δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώται μας.